Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
abstain
/æbˈsteɪn/ = VERB: απέχω;
USER: απέχω, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, αποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
abstaining
/abˈstān/ = VERB: απέχω;
USER: αποχή, αποχής, την αποχή, η αποχή, απέχοντας,
GT
GD
C
H
L
M
O
accept
/əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι;
USER: αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δέχεται, δέχονται, δέχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
accepted
/əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός;
USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
accordance
/əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία;
USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
account
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
accounting
/əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική;
ADJECTIVE: λογιστικός;
USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
accounts
/əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση;
VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν;
USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
acquired
/əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος;
USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
act
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
action
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
activity
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα;
USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση
GT
GD
C
H
L
M
O
acts
/ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο;
VERB: ενεργώ, δρω;
USER: πράξεις, πράξεων, τις πράξεις, πράξεις που, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
addition
/əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση;
USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από
GT
GD
C
H
L
M
O
address
/əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση;
VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ;
USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
adhere
/ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι;
USER: τηρούν, να τηρούν, συμμορφώνονται, τηρήσουν, τηρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
adhered
/ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι;
USER: τηρούνται, τηρηθεί, τηρηθούν, τηρείται, προσκολλάται
GT
GD
C
H
L
M
O
advantage
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα;
USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
advantages
/ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα;
USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
adverse
/ˈæd.vɜːs/ = ADJECTIVE: δυσμενής, αντίθετος, ενάντιος;
USER: δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, ανεπιθύμητων
GT
GD
C
H
L
M
O
advisers
/ədˈvaɪ.zər/ = NOUN: σύμβουλος;
USER: σύμβουλοι, συμβούλων, συμβούλους, οι σύμβουλοι, τους συμβούλους
GT
GD
C
H
L
M
O
affect
/əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι;
USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
age
/eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή;
VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω;
USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
GT
GD
C
H
L
M
O
agents
/ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας;
USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
agree
/əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι;
USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
aimed
/eɪm/ = VERB: σκοπεύω, σημαδεύω;
USER: με στόχο, στόχο, με σκοπό, αποσκοπούν, στοχεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
annual
/ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος;
USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
answers
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση
GT
GD
C
H
L
M
O
anti
/ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-;
USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
applicable
/əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applied
/əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος;
USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
applies
/əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι;
USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και
GT
GD
C
H
L
M
O
apprentices
/əˈprentis/ = NOUN: τσιράκι;
USER: μαθητευόμενους, μαθητευόμενοι, μαθητευομένων, μαθητευομένους, μαθητευόμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriateness
/əˈprəʊ.pri.ət/ = NOUN: καταλληλότητα, αρμοδιότητα;
USER: καταλληλότητα, καταλληλότητας, σκοπιμότητα, την καταλληλότητα, σκοπιμότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
approval
/əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία;
USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
GT
GD
C
H
L
M
O
approved
/əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω;
USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
area
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assessed
/əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν;
USER: αξιολογείται, αξιολογούνται, αξιολογηθούν, αξιολογηθεί, αξιολόγησε
GT
GD
C
H
L
M
O
assets
/ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν;
USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
assistance
/əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια;
USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
assisted
/əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ;
USER: επικουρούμενη, βοήθεια, επικουρείται, επικουρούμενο, επικουρούμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
associates
/əˈsəʊ.si.eɪt/ = NOUN: σύντροφος;
USER: συνεργάτες, συγγενείς, συγγενών, συνεργατών, συνδεδεμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attempts
/əˈtempt/ = NOUN: απόπειρα;
VERB: επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω;
USER: προσπάθειες, απόπειρες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, επιχειρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
audit
/ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς;
USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
auditors
/ˈɔː.dɪt.ər/ = NOUN: ελεγκτής, ακροατής;
USER: ελεγκτές, ελεγκτών, Συνέδριο, τους ελεγκτές, οι ελεγκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
authorised
/ˈôTHəˌrīzd/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω;
USER: εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένους, εγκεκριμένων, εξουσιοδοτημένος, εξουσιοδότησε
GT
GD
C
H
L
M
O
authorities
/ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία;
USER: αρχές, αρχών, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
aware
/əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων;
VERB: αντιλαμβάνομαι;
USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση
GT
GD
C
H
L
M
O
awareness
/əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης;
USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
banking
/ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα;
USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
belonging
/bɪˈlɒŋ/ = VERB: ανήκω, ταιριάζω, είμαι κάτοικος χώρας, αρμόζω;
USER: ανήκουν, που ανήκουν, που ανήκει, ανήκει
GT
GD
C
H
L
M
O
benefit
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
boulogne
= USER: Μπουλόν, Boulogne, Βουλώνη, Βουλώνης, Μπουλον,
GT
GD
C
H
L
M
O
bound
/baʊnd/ = NOUN: όριο, πήδημα, αναπήδημα;
ADJECTIVE: δεμένος, περιορισμένος, προωρισμένος;
VERB: πηδώ, αναπηδώ;
USER: όριο, δεσμεύεται, δεσμεύονται, βέβαιο, υποχρεούται
GT
GD
C
H
L
M
O
boycott
/ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα;
VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω;
USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάρουν, μποϋκοτάρουν, μποϊκοτάρει, μποϊκοτάζ
GT
GD
C
H
L
M
O
bribe
/braɪb/ = NOUN: δωροδοκία;
VERB: δωροδοκώ;
USER: δωροδοκία, δωροδοκήσει, δωροδοκήσουν, δωροδοκούν, δωροδοκίας
GT
GD
C
H
L
M
O
bribes
/braɪb/ = NOUN: δωροδοκία;
VERB: δωροδοκώ;
USER: δωροδοκίες, δωροδοκία, μίζες, δωροδοκίας, δωροδοκιών
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
buildings
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
calls
/kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο;
USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από
GT
GD
C
H
L
M
O
campaign
/kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση;
VERB: εκστρατεύω;
USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cannot
/ˈkæn.ɒt/ = VERB: δεν δύναμαι, δε μπορώ, δεν μπορώ;
USER: δεν μπορώ, δεν μπορεί, δεν μπορεί να, δεν μπορούν, δεν μπορούν να, δεν μπορούν να
GT
GD
C
H
L
M
O
capacity
/kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη;
USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cases
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
chairman
/-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής;
USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
characteristics
/ˌkariktəˈristik/ = NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα;
USER: χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά που
GT
GD
C
H
L
M
O
circulated
/ˈsɜː.kjʊ.leɪt/ = VERB: κυκλοφορώ;
USER: κυκλοφόρησε, κυκλοφορεί, κυκλοφόρησαν, κυκλοφορούν, κυκλοφορήσει, κυκλοφορήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
circumstance
/ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια;
USER: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, περιστάσεων, περιστάσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
circumstances
/ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια;
USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες
GT
GD
C
H
L
M
O
citizenship
/ˈsɪt.ɪ.zən.ʃɪp/ = NOUN: ιθαγένεια, υπηκοότητα, δικαιώματα;
USER: ιθαγένεια, υπηκοότητα, ιθαγένειας, πολίτη, υπηκοότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
codes
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
cohesion
/kəʊˈhiː.ʒən/ = NOUN: συνοχή, συνεκτικότητα, αλληλουχία, λογικός ειρμός, συνειρμός;
USER: συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
colleagues
/ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος;
USER: συναδέλφους, συνεργάτες, τους συναδέλφους, συνάδελφοι, συναδέλφων
GT
GD
C
H
L
M
O
collective
/kəˈlek.tɪv/ = ADJECTIVE: συλλογικός, ομαδικός;
USER: συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
GT
GD
C
H
L
M
O
commercial
/kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
NOUN: εμπορική διαφήμηση;
USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
commitments
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δεσμεύσεις, δεσμεύσεων, υποχρεώσεων, αναλήψεις υποχρεώσεων, υποχρεώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
committee
/kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή;
USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ
GT
GD
C
H
L
M
O
communicated
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
compact
/kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας;
ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός;
VERB: συμπυκνώνω;
USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
competent
/ˈkɒm.pɪ.tənt/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, ικανός;
NOUN: επαρκής;
USER: αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
competition
/ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση;
USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
competitive
/kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός;
USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
compliance
/kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης;
USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
comply
/kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι;
USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
concepts
/ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα;
USER: έννοιες, εννοιών, έννοιες που, ιδέες, τις έννοιες
GT
GD
C
H
L
M
O
concern
/kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος;
VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω;
USER: ανησυχία, μέριμνα, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίας
GT
GD
C
H
L
M
O
concerned
/kənˈsɜːnd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος, ανήσυχος;
USER: ενδιαφερόμενος, εν, εν λόγω, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
concerning
/kənˈsɜː.nɪŋ/ = PREPOSITION: σχετικά με, προς, ως, όσο αφορά, εν σχέσει με;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
concerns
/kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος;
VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω;
USER: ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, προβληματισμούς, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
conduct
/kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία;
VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
conducted
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
conducting
/kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω;
USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια
GT
GD
C
H
L
M
O
confidence
/ˈkɒn.fɪ.dəns/ = NOUN: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εχεμύθεια, εκμυστήρευση;
USER: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
confidential
/ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος;
USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
confidentiality
/ˌkɒn.fɪ.den.ʃiˈæl.ɪ.ti/ = USER: εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, απορρήτου, την εμπιστευτικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
conflict
/ˈkɒn.flɪkt/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω
GT
GD
C
H
L
M
O
conflicts
/ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση;
VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι;
USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
confronted
/kənˈfrʌnt/ = VERB: αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φέρω αντιμέτωπους;
USER: αντιμετωπίζουν, αντιμέτωπος, αντιμέτωποι, αντιμέτωπη, αντιμετωπίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
connected
/kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος;
USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
consideration
/kənˌsɪd.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: μελέτη, θεώρηση, αμοιβή, παράγοντας, λόγος, σεβασμός, υπόληψη, λεπτότητα;
USER: θεώρηση, μελέτη, υπόψη, εξέταση, προσοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
constant
/ˈkɒn.stənt/ = ADJECTIVE: συνεχής, σταθερός, διαρκής, αδιάκοπος, πιστός;
USER: συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, συνεχή, συνεχή
GT
GD
C
H
L
M
O
constitute
/ˈkɒn.stɪ.tjuːt/ = VERB: αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω;
USER: συνιστούν, αποτελούν, συνιστά, αποτελεί, αποτελέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
consultants
/kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας;
USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών
GT
GD
C
H
L
M
O
consumers
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
contacts
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: Επαφές, επαφών, τις επαφές, Επικοινωνία με, επικοινωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
contents
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα;
USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
context
/ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση;
USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου
GT
GD
C
H
L
M
O
contract
/ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό;
VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι;
USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης
GT
GD
C
H
L
M
O
contracting
/kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συμβαλλόμενος;
USER: αναθέτουσες, αναθέτουσα, οι αναθέτουσες, αναθέτουσας, συμβαλλόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
contrary
/ˈkɒn.trə.ri/ = ADJECTIVE: αντίθετος, ενάντιος, πεισματάρης;
ADVERB: εναντία;
USER: αντίθετος, αντίθετα, αντίθετη, αντίθετο, αντιθέτως
GT
GD
C
H
L
M
O
contribute
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
corruption
/kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά;
USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
criteria
/krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της
GT
GD
C
H
L
M
O
cultural
/ˈkʌl.tʃər.əl/ = ADJECTIVE: πολιτιστικός, εκπολιτιστικός, μορφωτικός;
USER: πολιτιστικός, πολιτιστική, πολιτιστικής, πολιτιστικών, πολιτιστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
daily
/ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά;
ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός;
NOUN: καθημερινή εφημερίδα;
USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια
GT
GD
C
H
L
M
O
damage
/ˈdæm.ɪdʒ/ = NOUN: βλάβη, ζημιά, τραυματισμός;
VERB: ζημιώ, βλάπτω, ζημιώνω;
USER: βλάβη, ζημιά, ζημία, ζημιών, ζημίας
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
dear
/dɪər/ = NOUN: αγαπητός, ακριβός;
USER: αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, αγαπητό
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
decisions
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
declaration
/ˌdek.ləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη;
USER: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη, δήλωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
declare
/dɪˈkleər/ = VERB: δηλώνω, δηλώ, ανακηρύσσω, κηρύττω, αναγγέλλω, διακηρύσσω;
USER: δηλώνω, δηλώσει, δηλώνουν, κηρύξει, αναγνωρίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
deem
/diːm/ = VERB: θεωρώ;
USER: κρίνουν, θεωρούν, κρίνει, θεωρήσει, θεωρούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
defined
/diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω;
USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
delivered
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
department
/dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος;
USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department
GT
GD
C
H
L
M
O
depend
/dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι;
USER: εξαρτηθεί, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί από, εξαρτάται από
GT
GD
C
H
L
M
O
deterioration
/dɪˈtɪə.ri.ə.reɪt/ = NOUN: αλλοίωση, χειροτέρευση, μείωση;
USER: χειροτέρευση, αλλοίωση, μείωση, επιδείνωση, υποβάθμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
develop
/dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω;
USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει
GT
GD
C
H
L
M
O
development
/dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση;
USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
difficulties
/ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία;
USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
dignity
/ˈdɪɡ.nɪ.ti/ = NOUN: αξιοπρέπεια, αξίωμα, τίτλος;
USER: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
GT
GD
C
H
L
M
O
dilemmas
/daɪˈlem.ə/ = NOUN: δίλημμα;
USER: διλήμματα, διλημμάτων, τα διλήμματα, διλήμματα που, διλημμάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
directly
/daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν;
USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας
GT
GD
C
H
L
M
O
directors
/daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος;
USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο
GT
GD
C
H
L
M
O
disability
/ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα;
USER: αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
disclosure
/dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση;
USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
discriminate
/disˈkriməˌnāt/ = VERB: ξεχωρίζω, κάνω διάκριση, διακριτικός;
USER: διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, διακρίσεις σε, εισάγει διακρίσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
disguised
/dɪsˈɡaɪzd/ = VERB: μεταμφιέζομαι;
USER: μεταμφιεσμένοι, μεταμφιεσμένος, συγκεκαλυμμένο, συγκαλυμμένο, μεταμφιεσμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
disparaging
/dɪˈspær.ɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: δυσφημιστικός;
USER: δυσφημιστικός, υποτιμητικά, υποτιμητική, μειωτικές, δυσφήμιση
GT
GD
C
H
L
M
O
diversity
/daɪˈvɜː.sɪ.ti/ = NOUN: ποικιλία;
USER: ποικιλία, πολυμορφία, ποικιλομορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doubt
/daʊt/ = VERB: αμφιβάλλω;
NOUN: αμφιβολία;
USER: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβάλλουν, αμφιβάλλει, αμφιβολίες
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
duty
/ˈdjuː.ti/ = NOUN: δασμός, φόρος, χρέος, βάρδια, καθήκο;
USER: δασμός, χρέος, φόρος, δασμού, καθήκον
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
economic
/iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
elements
/ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία;
USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που
GT
GD
C
H
L
M
O
embody
/ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω;
USER: ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσαρκώνει, ενσωματώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
embrace
/ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι;
NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη;
USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
GT
GD
C
H
L
M
O
employed
/emˈploi/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: απασχολούνται, απασχολείται, που απασχολούνται, χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
employee
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
employees
/ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος;
USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
employment
/ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη;
USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης
GT
GD
C
H
L
M
O
encourage
/ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω;
USER: ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ενθάρρυνση, την ενθάρρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
ends
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τελειώνει, άκρα, καταλήγει, λήγει, ολοκληρώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancement
/ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση;
USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
enhancing
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύοντας, την ενίσχυση, την ενίσχυση της
GT
GD
C
H
L
M
O
ensure
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
ensures
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: εξασφαλίζει, διασφαλίζει, εξασφαλίζει την, διασφαλίζει την, εγγυάται
GT
GD
C
H
L
M
O
ensuring
/ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι;
USER: διασφαλίζοντας, εξασφαλίζοντας, εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entered
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
entities
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα
GT
GD
C
H
L
M
O
entity
/ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία;
USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
environmental
/enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
equitable
/ˈek.wɪ.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: δίκαιος, έντιμος;
USER: δίκαιος, δίκαιη, ισότιμη, δίκαιης, δίκαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
etc
/ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά;
USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ
GT
GD
C
H
L
M
O
ethical
/ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός;
USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής
GT
GD
C
H
L
M
O
ethics
/ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία;
USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
exemplary
/ɪɡˈzem.plə.ri/ = ADJECTIVE: υποδειγματικός, παραδειγματικός;
USER: υποδειγματικός, παραδειγματικός, υποδειγματική, υποδειγματικό, παραδειγματική
GT
GD
C
H
L
M
O
exists
/ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υπάρχει, υφίσταται, υπάρχουν, ισχύει
GT
GD
C
H
L
M
O
extent
/ɪkˈstent/ = NOUN: έκταση, μέγεθος;
USER: έκταση, μέγεθος, βαθμό, μέτρο, βαθμό που
GT
GD
C
H
L
M
O
external
/ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
facilities
/fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις;
USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
fashion
/ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης;
VERB: πλατώ;
USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
GT
GD
C
H
L
M
O
favouritism
/ˈfeɪ.vər.ɪ.tɪ.zəm/ = NOUN: προσωποληψία, ρουσφετολογία;
USER: ρουσφετολογία, προσωποληψία, ευνοιοκρατία, ευνοιοκρατίας, χαριστική
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
finance
/ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία;
VERB: χρηματοδοτώ;
USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
focus
/ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία;
VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω;
USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forefront
/ˈfɔː.frʌnt/ = NOUN: πρώτη γραμμή, έμπροσθεν μέρος;
USER: πρώτη γραμμή, πρωτοπορία, προσκήνιο, γραμμή, επίκεντρο
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
foster
/ˈfɒs.tər/ = NOUN: θετός;
VERB: ανατρέφω, περιθάλπτω;
USER: ενίσχυση, προωθήσει, προωθήσουν, προώθηση, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
framework
/ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec;
USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που
GT
GD
C
H
L
M
O
french
/frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα;
ADJECTIVE: γαλλικός;
USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fundamental
/ˌfəndəˈmentl/ = ADJECTIVE: θεμελιώδης, βασικός;
USER: θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
gender
/ˈdʒen.dər/ = NOUN: γένος, γένος γραμματικής;
USER: γένος, φύλο, φύλων, των φύλων, φύλο είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
gift
/ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα;
USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
given
/ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος;
USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
gives
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
govern
/ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ;
USER: διέπουν, διέπει, κυβερνούν, διέπουν τις, διέπουν την
GT
GD
C
H
L
M
O
governing
/ˈɡʌv.ən.ɪŋ/ = NOUN: διακυβέρνηση;
USER: διέπουν, που διέπουν, διέπει, διέπουν την, διέπουν τις
GT
GD
C
H
L
M
O
grant
/ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά;
VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω;
USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
grounds
/ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια;
VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: λόγους, λόγων, λόγοι, λόγους που, λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
growth
/ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος;
USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη
GT
GD
C
H
L
M
O
guardians
/ˈɡɑː.di.ən/ = NOUN: κηδεμόνας, φύλακας, φύλαξ, κηδεμών;
USER: κηδεμόνες, φύλακες, κηδεμόνων, θεματοφύλακες, των κηδεμόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
handle
/ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι;
VERB: χειρίζομαι;
USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
harmful
/ˈhɑːm.fəl/ = ADJECTIVE: επιβλαβής, βλαβερός;
USER: επιβλαβής, επιβλαβείς, επιβλαβών, επιβλαβή, βλαβερές
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
hazard
/ˈhæz.əd/ = NOUN: κίνδυνος, κύνδινος;
VERB: διακινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, επικινδυνότητας, κινδύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
health
/helθ/ = NOUN: υγεία;
ADJECTIVE: υγειονομικός;
USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
honest
/ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος;
USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
image
/ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα;
VERB: εικονίζω, φαντάζομαι;
USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από
GT
GD
C
H
L
M
O
impact
/imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση;
VERB: προσκρούω, εμπήγω;
USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
implement
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
implementation
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση;
USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implemented
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
implementing
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
implements
/ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος;
USER: υλοποιεί, εφαρμόζει, εφαρμογή, θέτει σε εφαρμογή, εκτελεί
GT
GD
C
H
L
M
O
importance
/ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης;
USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
incomplete
/ˌɪn.kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ατελής, ελειπής;
USER: ατελής, μη πλήρης, μη, ελλιπή, ελλιπείς
GT
GD
C
H
L
M
O
incorporate
/-ˈkôrp(ə)rit/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώ, συνενώ, συνενούμαι;
USER: ενσωματώσει, ενσωματώνουν, ενσωματώσουν, ενσωματώνει, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
incorporated
/inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
incur
/ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά;
USER: επιβαρύνονται, επιβαρύνονται με, συνεπάγεται, αναλαμβάνει, υποστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
indirectly
/ˌɪn.daɪˈrekt/ = USER: έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, έμμεσο
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
industrial
/ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός;
USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές
GT
GD
C
H
L
M
O
inform
/ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ;
USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
initiating
/ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = ADJECTIVE: μυϊτικός;
USER: την έναρξη, κίνηση, έναρξη, την έναρξη της, την κίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
insider
/ɪnˈsaɪ.dər/ = NOUN: γνώστης, ευρισκόμενος μέσα;
USER: εμπιστευτικές, insider, εμπιστευτικών, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπιστευτικές πληροφορίες
GT
GD
C
H
L
M
O
insofar
= USER: στο βαθμό, στο μέτρο, στο βαθμό που, μέτρο, εφόσον,
GT
GD
C
H
L
M
O
inspection
/ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση;
USER: επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, την επιθεώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
inspires
/ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω;
USER: εμπνέει, να εμπνέει, εμπνέει τους, εμπνέει την, διαπνέει
GT
GD
C
H
L
M
O
instance
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν
GT
GD
C
H
L
M
O
instil
/ɪnˈstɪl/ = VERB: ενσταλάζω;
USER: ενσταλάζω, ενσταλάζουν, ενσταλάξει, εμπνευστή, ενσταλάζουν το
GT
GD
C
H
L
M
O
institutional
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən.əl/ = USER: θεσμικού, θεσμικών, θεσμικές, θεσμική, θεσμικό
GT
GD
C
H
L
M
O
institutions
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα;
USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών
GT
GD
C
H
L
M
O
intangible
/inˈtanjəbəl/ = ADJECTIVE: άϋλος, αδιόρατος, άθικτος, αόριστος, άπιαστος, απροσδιόριστος, μη ψηλαφητός;
USER: άυλων, άυλα, άϋλων, άυλες, άυλο
GT
GD
C
H
L
M
O
integrity
/ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης;
USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
intellectual
/ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός;
USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
intended
/ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι;
USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
interest
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος
GT
GD
C
H
L
M
O
interests
/ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο;
VERB: ενδιαφέρω;
USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον
GT
GD
C
H
L
M
O
intermediaries
/ˌintərˈmēdēˌerē/ = USER: μεσάζοντες, διαμεσολαβητές, ενδιάμεσοι, ενδιάμεσους, μεσαζόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
intermediary
/ˌintərˈmēdēˌerē/ = NOUN: μεσολαβητής;
ADJECTIVE: μεσαίος;
USER: μεσολαβητής, ενδιάμεσο, ενδιάμεσος, διαμεσολαβητή, ενδιάμεσων
GT
GD
C
H
L
M
O
internal
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό
GT
GD
C
H
L
M
O
internally
/ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς;
USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της
GT
GD
C
H
L
M
O
intervention
/ˌɪn.təˈviːn/ = NOUN: παρέμβαση, μεσολάβηση;
USER: παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduction
/ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα;
USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
investments
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
investors
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
invitation
/ˌɪn.vɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: πρόσκληση, κάλεσμα, προσκάλεσμα;
USER: πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, πρόσκληση υποβολής
GT
GD
C
H
L
M
O
invoke
/ɪnˈvəʊk/ = VERB: επικαλούμαι;
USER: επικαλούνται, επικαλεστεί, επικαλεσθεί, να επικαλεστεί, επικαλεστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
involve
/ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω;
USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
involved
/ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος;
USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
irrespective
/ˌiriˈspektiv/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος, άσχετος;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
judgement
/ˈdʒʌdʒ.mənt/ = NOUN: κρίση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, θεία δίκη, απόφαση δικαστική;
USER: κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
GT
GD
C
H
L
M
O
justified
/ˈdʒʌs.tɪ.faɪd/ = VERB: δικαιολογώ, δικαιώνω, ισάζω;
USER: αιτιολογημένες, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, δικαιολογημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
laid
/leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
laws
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
USER: νόμων, νομοθεσιών, νόμοι, νόμους, νομοθετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
learned
/ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος;
USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα
GT
GD
C
H
L
M
O
legal
/ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος;
USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
liability
/ˌlīəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, παθητικό, υπόκυψη;
USER: ευθύνη, ευθύνης, υποχρέωση, υποχρέωσης, παθητικού
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
loyal
/ˈlɔɪ.əl/ = ADJECTIVE: πιστός, νομοταγής;
USER: πιστός, πιστοί, πιστούς, πιστή, πιστό
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
madam
/ˈmæd.əm/ = NOUN: κυρία;
USER: κυρία, μαντάμ, Κυρία Πρόεδρε, κυρία μου, madam
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
maintained
/mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
managers
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
measures
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
meeting
/ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα;
USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
misappropriation
= NOUN: υπεξαίρεση, κατάχρηση;
USER: υπεξαίρεση, κατάχρηση, υπεξαίρεσης, κατάχρησης, ιδιοποίηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
mobility
/məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία;
USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
moral
/ˈmɒr.əl/ = ADJECTIVE: ηθικός;
NOUN: ηθικό δίδαγμα;
USER: ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής
GT
GD
C
H
L
M
O
moreover
/môrˈōvər/ = ADVERB: εξάλλου, επί πλέον, εκτός τούτου;
USER: εξάλλου, επί πλέον, Επιπλέον, άλλωστε
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
national
/ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος;
USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
nations
/ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος;
USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
naturally
/ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά;
USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
negative
/ˈneɡ.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: αρνητικός;
NOUN: άρνηση, πλάκα φωτογραφική;
VERB: αρνούμαι, αναιρώ;
USER: αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
negotiators
/nɪˈɡəʊ.ʃi.eɪ.tər/ = NOUN: διαπραγματευτής, μεσολαβητής;
USER: διαπραγματευτές, οι διαπραγματευτές, διαπραγματευτών, διαπραγματευτές της, διαπραγματεύσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
network
/ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό;
USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
noncommercial
= USER: μη εμπορική, όχι εμπορική, μη εμπορικής,
GT
GD
C
H
L
M
O
nor
/nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ;
USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
objective
/əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο;
ADJECTIVE: αντικειμενικός, αμερόληπτος;
USER: σκοπός, αντικειμενικός, αντικείμενο, στόχος, στόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
obtain
/əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω;
USER: αποκτήσει, αποκτήσουν, απόκτηση, λάβει, αποκτήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
occasional
/əˈkeɪ.ʒən.əl/ = ADJECTIVE: τυχαίος, περιστατικός;
USER: περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, έκτακτες
GT
GD
C
H
L
M
O
occupational
/ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός;
USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών
GT
GD
C
H
L
M
O
october
/ɒkˈtəʊ.bər/ = NOUN: Οκτώβριος;
USER: Οκτώβριος, Οκτ., Οκτώβρης, Οκτώβριο, Οκτ
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
officers
/ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος;
USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
officials
/əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος;
USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
operates
/ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση;
USER: λειτουργεί, δραστηριοποιείται, εκμεταλλεύεται, λειτουργία, λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
opinion
/əˈpɪn.jən/ = NOUN: γνώμη, γνωμάτευση;
USER: γνώμη, γνωμοδότησης, γνωμοδότηση, τη γνώμη, γνώμης
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
origin
/ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο;
USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
paid
/peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός;
USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
parties
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη
GT
GD
C
H
L
M
O
partners
/ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής;
USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
payment
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής
GT
GD
C
H
L
M
O
payments
/ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση;
USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
permanent
/ˈpɜː.mə.nənt/ = ADJECTIVE: μόνιμος, διαρκής, σταθερός;
NOUN: περμανάντ;
USER: μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
persons
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπα, άτομα, προσώπων, τα πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
pertaining
/pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω;
USER: που αφορούν, αφορούν, σχετικά, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
pertains
/pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω;
USER: αφορά, αναφέρεται, σχετίζεται, αναφέρεται η, ανήκει η
GT
GD
C
H
L
M
O
placed
/pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
places
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους
GT
GD
C
H
L
M
O
plans
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
policy
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
political
/pəˈlɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πολιτικός, πολιτειακός;
USER: πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
possession
/pəˈzeʃ.ən/ = NOUN: κατοχή, κτήση, αγαθό;
USER: κατοχή, κατοχής, διαθέτει, διάθεσή, διαθέτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
practice
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
practices
/ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση;
VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω;
USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
preamble
/ˈpriː.æm.bl̩/ = NOUN: προοίμιο, εισαγωγή, πρόλογος, αιτιολογική έκθεση;
USER: προοίμιο, εισαγωγή, σκέψη, προοιμίου, σκέψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
preference
/ˈpref.ər.əns/ = NOUN: προτίμηση;
USER: προτίμηση, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, προνομιούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
preservation
/ˌprez.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη;
USER: συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
preserve
/prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω;
USER: διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρηθεί, τη διατήρηση, διατηρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
prevention
/prɪˈven.ʃən/ = NOUN: πρόληψη, παρεμπόδιση;
USER: πρόληψη, πρόληψης, την πρόληψη, πρόληψη των, της πρόληψης
GT
GD
C
H
L
M
O
primary
/ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης;
USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
principle
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της
GT
GD
C
H
L
M
O
principles
/ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο;
USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
prior
/praɪər/ = ADVERB: πριν;
ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος;
NOUN: ηγούμενος;
USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
priority
/praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης;
USER: προτεραιότητα, προτεραιότητας, κατά προτεραιότητα, προτεραιότητας που
GT
GD
C
H
L
M
O
private
/ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός;
NOUN: απλός στρατιώτης;
USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
procedure
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασία, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
procedures
/prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα;
USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processes
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
professional
/prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας;
ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός;
USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
professions
/prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη;
USER: επαγγέλματα, επαγγελμάτων, τα επαγγέλματα, επαγγέλματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
promoting
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
promotion
/prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός;
USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
proper
/ˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, καθώς πρέπει, αρμόζων, κύριος, ίδιος, κόσμιος;
USER: κατάλληλος, σωστή, ορθή, κατάλληλη, κατάλληλο, κατάλληλο
GT
GD
C
H
L
M
O
property
/ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης;
USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας
GT
GD
C
H
L
M
O
proportional
/prəˈpɔː.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: αναλογικά;
USER: αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, αναλογικό
GT
GD
C
H
L
M
O
proselytizing
/ˈprɒs.əl.ɪ.taɪz/ = VERB: προσηλυτίζω;
USER: προσηλυτισμό, προσηλυτισμού, τον προσηλυτισμό, προσηλυτιστική, ο προσηλυτισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
prospective
/prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος;
USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους
GT
GD
C
H
L
M
O
prosperity
/prɒsˈper.ɪ.ti/ = NOUN: ευημερία, ακμή, ευπορία, ανθηρότητα;
USER: ευημερία, ευημερίας, την ευημερία, της ευημερίας, η ευημερία
GT
GD
C
H
L
M
O
protect
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
protected
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
protecting
/prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω;
USER: προστασία, προστατεύοντας, προστασίας, την προστασία των, την προστασία
GT
GD
C
H
L
M
O
protection
/prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση;
USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
provided
/prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
provisions
/prəˈvɪʒ.ən/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια, τρόφιμα;
USER: διατάξεις, διατάξεων, τις διατάξεις, διατάξεις που, διατάξεων που
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
purchasing
/ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός;
USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική
GT
GD
C
H
L
M
O
quai
= USER: quai, αγγελική, κβαϊ, το Quai, η αγγελική,
GT
GD
C
H
L
M
O
qualities
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ιδιότητες, ποιότητες, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικά, ποιοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
questions
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
racial
/ˈreɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: φυλετικός;
USER: φυλετικός, φυλετικής, φυλετική, φυλετικών, φυλετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
raising
/rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
rank
/ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός;
VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω;
ADJECTIVE: χονδροειδής, υπερβολικός;
USER: κατατάσσονται, rank, κατατάσσουν, κατατάξουν, ταξινομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
reasons
/ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό;
USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που
GT
GD
C
H
L
M
O
reasserts
/ˌriː.əˈsɜːt/ = VERB: βεβαιώ πάλι;
USER: επιβεβαιώνει, τονίζει εκ νέου,
GT
GD
C
H
L
M
O
rebate
/ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων;
VERB: εκπίπτω, κάνω έκπτωσιν;
USER: έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεων, έκπτωση του, έκπτωσης του
GT
GD
C
H
L
M
O
rebates
/ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων;
USER: εκπτώσεις, εκπτώσεων, επιστροφές, οι εκπτώσεις, μειώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
received
/rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
recourse
/rɪˈkɔːs/ = NOUN: προσφυγή, καταφυγή, διέξοδος, καταφύγιο;
USER: προσφυγή, προσφυγής, προσφύγει, η προσφυγή, χρησιμοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
recruit
/rɪˈkruːt/ = ADJECTIVE: νεοσύλλεκτος;
VERB: στρατολογώ;
USER: νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλαμβάνουν, προσλάβει, την πρόσληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
reduce
/rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω;
USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
reference
/ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία;
USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που
GT
GD
C
H
L
M
O
refers
/rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω;
USER: αναφέρεται, παραπέμπει, αναφέρει, αφορά, αναφέρονται
GT
GD
C
H
L
M
O
regarding
/rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για
GT
GD
C
H
L
M
O
regardless
/rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής;
USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regulations
/ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί;
USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
relate
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
relates
/rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ;
USER: σχετίζεται, αναφέρεται, αφορά, σχετίζεται με, αφορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
relations
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
relationships
/rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
relatives
/ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής;
USER: συγγενείς, συγγενών, οι συγγενείς, τους συγγενείς
GT
GD
C
H
L
M
O
religion
/rɪˈlɪdʒ.ən/ = NOUN: θρησκεία;
USER: θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, θρησκεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
religious
/rɪˈlɪdʒ.əs/ = ADJECTIVE: θρησκευτικός, θρήσκος, φιλόθρησκος, θεοσεβούμενος;
USER: θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτική, θρησκευτικών, θρησκευτικής
GT
GD
C
H
L
M
O
remain
/rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι;
USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
remind
/rɪˈmaɪnd/ = VERB: υπενθυμίζω, θυμίζω;
USER: υπενθυμίζω, θυμίζω, υπενθυμίσω, υπενθυμίσει, θυμίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
remuneration
/rɪˌmjuː.nərˈeɪ.ʃən/ = VERB: ανταμείβω, αποζημιώνω;
USER: αμοιβή, αποζημίωση, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές
GT
GD
C
H
L
M
O
replacing
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθιστώντας, αντικατάσταση, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, αντικατάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
representatives
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
reputation
/ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη;
USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη
GT
GD
C
H
L
M
O
requests
/rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση;
VERB: ζητώ, παρακαλώ;
USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
requirements
/rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία;
USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές
GT
GD
C
H
L
M
O
resolve
/rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω;
USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
respect
/rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας;
VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
respected
/rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό
GT
GD
C
H
L
M
O
respectful
/rɪˈspekt.fəl/ = ADJECTIVE: γεμάτος σεβασμό, δεικνύων σεβασμόν;
USER: με σεβασμό, σεβασμό, σέβεται, σεβασμού, σέβονται
GT
GD
C
H
L
M
O
respecting
/ˌself.rɪˈspekt/ = PREPOSITION: σχετικά με, εν σχέσει προς, σχετικώς;
USER: με σεβασμό, τηρώντας, σεβασμό, σεβασμού, σέβεται
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
responsible
/rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος;
USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
rights
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
rigorous
/ˈrɪɡ.ər.əs/ = ADJECTIVE: αυστηρός;
USER: αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής
GT
GD
C
H
L
M
O
rise
/raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση;
VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι;
USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
risks
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κινδύνους, κίνδυνοι, κινδύνων, τους κινδύνους, των κινδύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
routes
/ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος;
VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν;
USER: διαδρομές, δρομολόγια, Δρόμοι, γραμμές, διαδρομών
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safeguarding
/ˈseɪf.ɡɑːd/ = VERB: προστατεύω;
USER: διαφύλαξη, τη διαφύλαξη, διασφάλιση, προστασία, τη διασφάλιση
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
seek
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
selected
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέγονται, επιλέγεται, επιλεγμένο, επιλεγεί, επιλεγμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
selection
/sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή;
USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitive
/ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός;
USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων
GT
GD
C
H
L
M
O
seriously
/ˈsɪə.ri.əs.li/ = ADVERB: σοβαρά, σοβαρώς;
USER: σοβαρά, σοβαρή, στα σοβαρά, σοβαρά την, σοβαρότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
service
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
sessions
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
sexual
/ˈsek.sjʊəl/ = ADJECTIVE: σεξουαλικός, φύλων, γεννητικός;
USER: σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, σεξουαλικές
GT
GD
C
H
L
M
O
shall
/ʃæl/ = USER: shall-, will, would, shall, shall, shall, shall;
USER: θα, πρέπει, μέλη, προβαίνει, προβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
shared
/ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω;
USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή
GT
GD
C
H
L
M
O
shareholders
/ˈʃeəˌhəʊl.dər/ = NOUN: μέτοχος, μεριδιούχος;
USER: μετόχους, μετόχων, μέτοχοι, των μετόχων, τους μετόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
shares
/ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος;
USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
sharing
/ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά;
USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
similarly
/ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως;
USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο
GT
GD
C
H
L
M
O
sincerity
/sɪnˈser.ɪ.ti/ = NOUN: ειλικρίνεια;
USER: ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, την ειλικρίνειά
GT
GD
C
H
L
M
O
sir
/sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης;
USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir
GT
GD
C
H
L
M
O
sites
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων
GT
GD
C
H
L
M
O
situation
/ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
situations
/sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία;
USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
societal
/səˈsaɪ.ə.təl/ = USER: κοινωνικές, κοινωνίας, κοινωνικών, κοινωνικό, κοινωνική
GT
GD
C
H
L
M
O
specific
/spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος;
USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
sponsorship
/ˈspɒn.sər/ = NOUN: αιγίδα, αναδοχή, κουμπαριά, εγγύηση, προστασία;
USER: αιγίδα, χορηγία, χορηγίας, χορηγίες, τη χορηγία
GT
GD
C
H
L
M
O
staff
/stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής;
VERB: επανδρώνω;
USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
stages
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
stakeholders
/ˈstākˌhōldər/ = USER: ενδιαφερόμενα μέρη, ενδιαφερομένων, ενδιαφερόμενους, ενδιαφερομένους, ενδιαφερόμενοι
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
statutory
/ˈstæt.jʊ.tər.i/ = ADJECTIVE: θεσπισμένος, νομοθετημένος;
USER: εκ του νόμου, υποχρεωτικό, του νόμου, νόμου, νόμιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
stipulated
/ˈstɪp.jʊ.leɪt/ = VERB: συμφωνώ, συνομολογώ, βάζω όρο, συμβάλλομαι;
USER: ορίζεται, ορίζει, προβλέπεται, προβλέπονται, προβλέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
strictly
/ˈstrɪkt.li/ = ADVERB: αυστηρά, αυστηρώς;
USER: αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά
GT
GD
C
H
L
M
O
stringent
/ˈstrɪn.dʒənt/ = ADJECTIVE: αυστηρός, στενόχωρος;
USER: αυστηρός, αυστηρές, αυστηρότερες, αυστηρά, αυστηρότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
subcontracting
/ˌsəbkənˈtrakt/ = USER: υπεργολαβίας, υπεργολαβία, υπεργολαβίες, με υπεργολαβίες, υπεργολαβίες Τμήμα
GT
GD
C
H
L
M
O
subject
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
ADJECTIVE: υποκείμενος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
subsequent
/ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADJECTIVE: μεταγενέστερος, ακόλουθος;
USER: μεταγενέστερη, μεταγενέστερες, μετέπειτα, επακόλουθη, επόμενες, επόμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
subsidiaries
/səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα;
USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
summarises
/ˈsʌm.ər.aɪz/ = NOUN: περίληψη, σύνοψη;
USER: συνοψίζει, συνοψίζονται, συνοπτικά, συνοψίζει τα, συνοψίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
supplement
/ˈsʌp.lɪ.mənt/ = NOUN: συμπλήρωμα, παράρτημα;
VERB: συμπληρώνω;
USER: συμπλήρωμα, συμπλήρωση, συμπληρώσει, συμπληρώνουν, συμπληρώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
supplemented
/ˈsʌp.lɪ.ment/ = VERB: συμπληρώνω;
USER: συμπληρώνονται, συμπληρώθηκε, συμπληρώνεται, συμπληρωθούν, συμπληρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
suppliers
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές;
USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών
GT
GD
C
H
L
M
O
supplies
/səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια;
USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού
GT
GD
C
H
L
M
O
supporting
/səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
suspicion
/səˈspɪʃ.ən/ = NOUN: υποψία, υπόνοια;
USER: υποψία, υπόνοια, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainability
/səˈsteɪ.nə.bl̩/ = USER: αειφορία, αειφορίας, βιωσιμότητας, βιωσιμότητα, τη βιωσιμότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainable
/səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός;
USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tangible
/ˈtæn.dʒə.bl̩/ = ADJECTIVE: απτός, αισθητός;
USER: απτά, απτή, ενσώματων, ενσώματα, απτό
GT
GD
C
H
L
M
O
technical
/ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός;
USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
temporary
/ˈtem.pər.ər.i/ = ADJECTIVE: προσωρινός;
USER: προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
GT
GD
C
H
L
M
O
tendering
/ˈtendər/ = NOUN: υποβολή προτάσεων;
USER: διαγωνισμού, διαγωνισμών, προσφορών, υποβολής προσφορών, του διαγωνισμού,
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
theft
/θeft/ = NOUN: κλοπή, κλεψιά;
USER: κλοπή, κλοπής, την κλοπή, κλοπές, της κλοπής
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
themselves
/ðəmˈselvz/ = PRONOUN: εαυτούς;
USER: εαυτούς, ίδιοι, τους, οι ίδιοι, ίδιες
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
though
/ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι;
USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
thus
/ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς;
USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
trading
/ˈtreɪ.dɪŋ/ = NOUN: εμπορία, διακίνηση;
USER: εμπορία, συναλλαγών, διαπραγμάτευση, εμπορίας, διαπραγμάτευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
trainees
/ˌtreɪˈniː/ = USER: εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευόμενους, εκπαιδευομένων, ασκούμενοι, ασκούμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
transparent
/trænˈspær.ənt/ = ADJECTIVE: διαφανής, ολοφάνερος;
USER: διαφανής, διαφανή, διαφανείς, διαφανές, διαφάνεια
GT
GD
C
H
L
M
O
treat
/triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα;
VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω;
USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
unauthorised
/ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος;
USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης
GT
GD
C
H
L
M
O
uncertainties
/ʌnˈsɜː.tən.ti/ = NOUN: αβεβαιότητα, αβεβαιότης;
USER: αβεβαιότητες, αβεβαιοτήτων, αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, αβεβαιότητες που
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
underpin
/ˌʌn.dəˈpɪn/ = VERB: υποστηρίζω, θεμελιώ;
USER: στηρίζουν, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρίζουν, στηρίξει
GT
GD
C
H
L
M
O
undertake
/ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι;
USER: αναλαμβάνουν, δεσμεύονται, αναλάβει, αναλαμβάνει, να αναλάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
undertaken
/ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι;
USER: αναλαμβάνονται, αναληφθεί, αναληφθούν, αναλάβει, ανέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
undertakes
/ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι;
USER: αναλαμβάνει, αναλαμβάνει την υποχρέωση, δεσμεύεται, αναλαμβάνει την, αναλαμβάνει τη δέσμευση
GT
GD
C
H
L
M
O
undertaking
/ˌəndərˈtāk/ = NOUN: επιχείρηση, ανάληψη, νεκροπομπός;
USER: επιχείρηση, ανάληψη, επιχείρησης, αναλάβει, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
unfavourable
/ʌnˈfeɪ.vər.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυσμενής;
USER: δυσμενής, δυσμενείς, δυσμενή, δυσμενών, αρνητική
GT
GD
C
H
L
M
O
union
/ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία;
USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
united
/jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος;
USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
unsatisfactory
/ˌənˌsatəsˈfakt(ə)rē/ = ADJECTIVE: μη ικανοποιητικός, δυσάρεστος, όχι ικανοποιητικός;
USER: μη ικανοποιητικός, ικανοποιητική, μη ικανοποιητική, ικανοποιητικό, μη ικανοποιητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upheld
/ʌpˈhəʊld/ = VERB: υπεγειρώ;
USER: επικύρωσε, δεκτή, δέχθηκε, δεκτός, δεκτό
GT
GD
C
H
L
M
O
uphold
/ʌpˈhəʊld/ = VERB: στηρίζω, υποστηρίζω;
USER: διατηρήσει, υποστηρίζουν, υποστηρίξουν, να διατηρήσει, δεχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
values
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicles
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
verified
/ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ;
USER: επαληθεύεται, επαληθεύονται, επαληθευθεί, επαληθευτεί, επαλήθευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
version
/ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση;
USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
voluntary
/ˈvɒl.ən.tər.i/ = ADJECTIVE: εθελοντικός, εκούσιος, θεληματικός;
USER: εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
whatsoever
/ˌwɒt.səʊˈev.ər/ = USER: απολύτως, καθόλου, οποιαδήποτε, που βασίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
whom
/huːm/ = PRONOUN: ποιόν;
USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wishes
/ˌbest ˈwɪʃɪz/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμίες, ευχές, επιθυμεί, τις επιθυμίες, επιθυμία
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
wording
/ˈwɜː.dɪŋ/ = NOUN: διατύπωση;
USER: διατύπωση, κείμενο, γράμμα, φράση, διατύπωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
workers
/ˈwɜː.kər/ = NOUN: εργάτης;
USER: εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
worthy
/ˈwɜː.ði/ = ADJECTIVE: άξιος, έξοχος;
USER: άξιος, αξίζει, άξια, αντάξια, άξιο
675 words