Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
abstain /æbˈsteɪn/ = VERB: απέχω; USER: απέχω, απέχουν, απόσχει, απόσχουν, αποχή

GT GD C H L M O
abstaining /abˈstān/ = VERB: απέχω; USER: αποχή, αποχής, την αποχή, η αποχή, απέχοντας,

GT GD C H L M O
accept /əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι; USER: αποδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δέχεται, δέχονται, δέχονται

GT GD C H L M O
accepted /əkˈsep.tɪd/ = ADJECTIVE: δεκτός; USER: δεκτός, αποδεκτή, δεκτή, δεκτές, αποδεκτές

GT GD C H L M O
accordance /əˈkɔː.dəns/ = NOUN: συμφωνία; USER: συμφωνία, σύμφωνα, βάσει, φωνα, κατά

GT GD C H L M O
according /əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
accounting /əˈkaʊn.tɪŋ/ = NOUN: λογιστική; ADJECTIVE: λογιστικός; USER: λογιστική, λογιστικής, λογιστικών, λογιστικές, αντιπροσωπεύοντας

GT GD C H L M O
accounts /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμών, λογαριασμούς, λογαριασμοί, των λογαριασμών, τους λογαριασμούς

GT GD C H L M O
acquired /əˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: επίκτητος; USER: αποκτήθηκαν, απέκτησε, αποκτήσει, αποκτηθεί, αποκτήθηκε

GT GD C H L M O
act /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξη, ενέργεια, ενεργεί, ενεργούν, ενεργήσει

GT GD C H L M O
action /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράση, ενέργεια, αγωγή, δράσης, προσφυγή

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
activities /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες; USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές

GT GD C H L M O
activity /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα; USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση

GT GD C H L M O
acts /ækt/ = NOUN: πράξη, ενέργεια, νομοσχέδιο; VERB: ενεργώ, δρω; USER: πράξεις, πράξεων, τις πράξεις, πράξεις που, ενέργειες

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
adhere /ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι; USER: τηρούν, να τηρούν, συμμορφώνονται, τηρήσουν, τηρήσει

GT GD C H L M O
adhered /ədˈhɪər/ = VERB: εμμένω, προσκολλιέμαι; USER: τηρούνται, τηρηθεί, τηρηθούν, τηρείται, προσκολλάται

GT GD C H L M O
advantage /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: πλεονέκτημα, όφελος, προτέρημα; USER: πλεονέκτημα, όφελος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματος, πλεονεκτήματα

GT GD C H L M O
advantages /ədˈvɑːn.tɪdʒ/ = NOUN: φόντα; USER: πλεονεκτήματα, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, πλεονεκτήματα που, πλεονεκτήματά

GT GD C H L M O
adverse /ˈæd.vɜːs/ = ADJECTIVE: δυσμενής, αντίθετος, ενάντιος; USER: δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, ανεπιθύμητων

GT GD C H L M O
advisers /ədˈvaɪ.zər/ = NOUN: σύμβουλος; USER: σύμβουλοι, συμβούλων, συμβούλους, οι σύμβουλοι, τους συμβούλους

GT GD C H L M O
affect /əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι; USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
age /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών

GT GD C H L M O
agents /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; USER: παράγοντες, πράκτορες, παραγόντων, μέσα, πρακτόρων

GT GD C H L M O
agree /əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι; USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε

GT GD C H L M O
aimed /eɪm/ = VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: με στόχο, στόχο, με σκοπό, αποσκοπούν, στοχεύουν

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
annual /ˈæn.ju.əl/ = ADJECTIVE: ετήσιος; USER: ετήσιος, ετήσια, ετήσιο, ετήσιες, ετήσιας

GT GD C H L M O
answers /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, απαντήσεις που, απάντηση, απάντηση

GT GD C H L M O
anti /ˈæn.ti/ = PREFIX: αντι-; USER: αντι, anti, κατά, καταπολέμησης, καταπολέμηση

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
applicable /əˈplɪk.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: εφαρμόσιμος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ισχύει, ισχύουν, εφαρμοστέο

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
applied /əˈplaɪd/ = ADJECTIVE: εφαρμοσμένος; USER: εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, εφαρμοστεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
applies /əˈplaɪ/ = VERB: εφαρμόζω, κάνω αίτηση, επιθέτω, απευθύνομαι; USER: εφαρμόζεται, ισχύει, εφαρμογή, εφαρμόζει, ισχύει και, ισχύει και

GT GD C H L M O
apprentices /əˈprentis/ = NOUN: τσιράκι; USER: μαθητευόμενους, μαθητευόμενοι, μαθητευομένων, μαθητευομένους, μαθητευόμενων

GT GD C H L M O
appropriateness /əˈprəʊ.pri.ət/ = NOUN: καταλληλότητα, αρμοδιότητα; USER: καταλληλότητα, καταλληλότητας, σκοπιμότητα, την καταλληλότητα, σκοπιμότητας

GT GD C H L M O
approval /əˈpruː.vəl/ = NOUN: έγκριση, επιδοκιμασία; USER: έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή

GT GD C H L M O
approved /əˈpruːvd/ = VERB: εγκρίνω, επιδοκιμάζω; USER: εγκεκριμένο, εγκρίθηκε, εγκριθεί, εγκρίνει, ενέκρινε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
area /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: έκταση, περιοχή, τομέα, περιοχής, χώρο

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assessed /əˈses/ = VERB: εκτιμώ, διατιμώ διά φορολογίαν; USER: αξιολογείται, αξιολογούνται, αξιολογηθούν, αξιολογηθεί, αξιολόγησε

GT GD C H L M O
assets /ˈaset/ = NOUN: ακίνητη περιουσία, ενεργητικόν; USER: ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, περιουσιακών στοιχείων, στοιχεία ενεργητικού, περιουσιακά

GT GD C H L M O
assistance /əˈsɪs.təns/ = NOUN: βοήθεια; USER: βοήθεια, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση

GT GD C H L M O
assisted /əˈsɪst/ = VERB: βοηθώ; USER: επικουρούμενη, βοήθεια, επικουρείται, επικουρούμενο, επικουρούμενος

GT GD C H L M O
associated /əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι; USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
associates /əˈsəʊ.si.eɪt/ = NOUN: σύντροφος; USER: συνεργάτες, συγγενείς, συγγενών, συνεργατών, συνδεδεμένες

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attempts /əˈtempt/ = NOUN: απόπειρα; VERB: επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω; USER: προσπάθειες, απόπειρες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, επιχειρεί

GT GD C H L M O
audit /ˈɔː.dɪt/ = NOUN: έλεγχος, έλεγχος λογαριασμών, εξετάζω λογαριασμούς; USER: έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, λογιστικού ελέγχου, ελεγκτικών

GT GD C H L M O
auditors /ˈɔː.dɪt.ər/ = NOUN: ελεγκτής, ακροατής; USER: ελεγκτές, ελεγκτών, Συνέδριο, τους ελεγκτές, οι ελεγκτές

GT GD C H L M O
authorised /ˈôTHəˌrīzd/ = VERB: εξουσιοδοτώ, εγκρίνω; USER: εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένους, εγκεκριμένων, εξουσιοδοτημένος, εξουσιοδότησε

GT GD C H L M O
authorities /ɔːˈθɒr.ɪ.ti/ = NOUN: εξουσία, κύρος, αυθεντία; USER: αρχές, αρχών, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
avoid /əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω; USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται

GT GD C H L M O
aware /əˈweər/ = ADJECTIVE: ενήμερος, γνωρίζων; VERB: αντιλαμβάνομαι; USER: ενήμερος, γνωρίζει, γνωρίζουν, επίγνωση, γνώση

GT GD C H L M O
awareness /əˈweə.nəs/ = NOUN: επίγνωση, γνώση, ενημερότητα, ενημερότης; USER: επίγνωση, γνώση, ευαισθητοποίηση, ευαισθητοποίησης, συνειδητοποίηση

GT GD C H L M O
banking /ˈbæŋ.kɪŋ/ = NOUN: τραπεζιτικές εργασίες, πρόχωμα; USER: τραπεζικές, τραπεζικό, τραπεζική, τραπεζικών, τραπεζικού

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
belonging /bɪˈlɒŋ/ = VERB: ανήκω, ταιριάζω, είμαι κάτοικος χώρας, αρμόζω; USER: ανήκουν, που ανήκουν, που ανήκει, ανήκει

GT GD C H L M O
benefit /ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση; VERB: ωφελούμαι, ωφελώ; USER: όφελος, επωφεληθούν, επωφελούνται, επωφεληθεί, ωφεληθούν

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
boulogne = USER: Μπουλόν, Boulogne, Βουλώνη, Βουλώνης, Μπουλον,

GT GD C H L M O
bound /baʊnd/ = NOUN: όριο, πήδημα, αναπήδημα; ADJECTIVE: δεμένος, περιορισμένος, προωρισμένος; VERB: πηδώ, αναπηδώ; USER: όριο, δεσμεύεται, δεσμεύονται, βέβαιο, υποχρεούται

GT GD C H L M O
boycott /ˈbɔɪ.kɒt/ = NOUN: μποϋκοτάζ, μπουλντόζα; VERB: αποφεύγω να αγοράσω εμπόρευμα, μπουκοτάρω; USER: μποϋκοτάζ, μποϊκοτάρουν, μποϋκοτάρουν, μποϊκοτάρει, μποϊκοτάζ

GT GD C H L M O
bribe /braɪb/ = NOUN: δωροδοκία; VERB: δωροδοκώ; USER: δωροδοκία, δωροδοκήσει, δωροδοκήσουν, δωροδοκούν, δωροδοκίας

GT GD C H L M O
bribes /braɪb/ = NOUN: δωροδοκία; VERB: δωροδοκώ; USER: δωροδοκίες, δωροδοκία, μίζες, δωροδοκίας, δωροδοκιών

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
buildings /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
calls /kɔːl/ = NOUN: λεωφορείο; USER: κλήσεις, κλήσεων, καλεί, ζητεί, ζητεί από

GT GD C H L M O
campaign /kæmˈpeɪn/ = NOUN: εκστρατεία, καμπάνια, εξόρμηση; VERB: εκστρατεύω; USER: εκστρατεία, καμπάνια, εκστρατείας, καμπάνιας, εκστρατεία για

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
cannot /ˈkæn.ɒt/ = VERB: δεν δύναμαι, δε μπορώ, δεν μπορώ; USER: δεν μπορώ, δεν μπορεί, δεν μπορεί να, δεν μπορούν, δεν μπορούν να, δεν μπορούν να

GT GD C H L M O
capacity /kəˈpæs.ə.ti/ = NOUN: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, θέση, αξίωμα, πνευματική αντίληψη; USER: ικανότητα, χωρητικότητα, ιδιότητα, ικανότητας, χωρητικότητας

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
cases /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περιπτώσεις, υποθέσεις, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
characteristics /ˌkariktəˈristik/ = NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα; USER: χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά που

GT GD C H L M O
circulated /ˈsɜː.kjʊ.leɪt/ = VERB: κυκλοφορώ; USER: κυκλοφόρησε, κυκλοφορεί, κυκλοφόρησαν, κυκλοφορούν, κυκλοφορήσει, κυκλοφορήσει

GT GD C H L M O
circumstance /ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια; USER: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, περιστάσεων, περιστάσεως

GT GD C H L M O
circumstances /ˈsərkəmˌstans,-stəns/ = NOUN: περίσταση, γεγονός, περίπτωση, κατάσταση, περιστατικό, λεπτομέρεια; USER: περιστάσεις, περιστάσεων, συνθήκες, περιπτώσεις, τις συνθήκες

GT GD C H L M O
citizenship /ˈsɪt.ɪ.zən.ʃɪp/ = NOUN: ιθαγένεια, υπηκοότητα, δικαιώματα; USER: ιθαγένεια, υπηκοότητα, ιθαγένειας, πολίτη, υπηκοότητας

GT GD C H L M O
clear /klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος; ADVERB: καθαρά, εντελώς; VERB: καθαρίζω, αθωώνω; USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
codes /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; USER: κώδικες, κωδικούς, κωδικοί, κωδικών, Κωδικός

GT GD C H L M O
cohesion /kəʊˈhiː.ʒən/ = NOUN: συνοχή, συνεκτικότητα, αλληλουχία, λογικός ειρμός, συνειρμός; USER: συνοχή, συνοχής, τη συνοχή, της συνοχής

GT GD C H L M O
colleagues /ˈkɒl.iːɡ/ = NOUN: συνάδελφος; USER: συναδέλφους, συνεργάτες, τους συναδέλφους, συνάδελφοι, συναδέλφων

GT GD C H L M O
collective /kəˈlek.tɪv/ = ADJECTIVE: συλλογικός, ομαδικός; USER: συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές

GT GD C H L M O
commercial /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; NOUN: εμπορική διαφήμηση; USER: εμπορικός, εμπορική, εμπορικές, εμπορικών, εμπορικής

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
commitments /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δεσμεύσεις, δεσμεύσεων, υποχρεώσεων, αναλήψεις υποχρεώσεων, υποχρεώσεις

GT GD C H L M O
committee /kəˈmɪt.i/ = NOUN: επιτροπή; USER: επιτροπή, επιτροπής, της επιτροπής, ΕΟΚΕ, ΟΚΕ

GT GD C H L M O
communicated /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: κοινοποιούνται, γνωστοποιούνται, κοινοποιείται, ανακοινώνονται, κοινοποιηθεί

GT GD C H L M O
communication /kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα; USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
competent /ˈkɒm.pɪ.tənt/ = ADJECTIVE: αρμόδιος, ικανός; NOUN: επαρκής; USER: αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο

GT GD C H L M O
competition /ˌkɒm.pəˈtɪʃ.ən/ = NOUN: ανταγωνισμός, συναγωνισμός, αγώνας, άμιλλα, αγώνισμα, συνάντηση; USER: ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, τον ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού

GT GD C H L M O
competitive /kəmˈpet.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός; USER: ανταγωνιστικός, ανταγωνιστική, ανταγωνιστικές, ανταγωνιστικό, ανταγωνιστικής

GT GD C H L M O
compliance /kəmˈplaɪ.əns/ = NOUN: συμμόρφωση, ενδοτικότητα, υποταγή, υποχωρητικότης; USER: συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, σύμφωνα, τη συμμόρφωση

GT GD C H L M O
comply /kəmˈplaɪ/ = VERB: συμμορφώνομαι, συμμορφούμαι; USER: συμμορφώνονται, συμμορφώνεται, συμμορφωθεί, συμμορφωθούν, τηρούν

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
concepts /ˈkɒn.sept/ = NOUN: έννοια, ιδέα, σχέδιο, γενική ιδέα; USER: έννοιες, εννοιών, έννοιες που, ιδέες, τις έννοιες

GT GD C H L M O
concern /kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος; VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω; USER: ανησυχία, μέριμνα, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίας

GT GD C H L M O
concerned /kənˈsɜːnd/ = ADJECTIVE: ενδιαφερόμενος, ανήσυχος; USER: ενδιαφερόμενος, εν, εν λόγω, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα

GT GD C H L M O
concerning /kənˈsɜː.nɪŋ/ = PREPOSITION: σχετικά με, προς, ως, όσο αφορά, εν σχέσει με; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά, αφορούν, αφορά

GT GD C H L M O
concerns /kənˈsɜːn/ = NOUN: ανησυχία, μέριμνα, φροντίδα, υπόθεση, σχέση, συμφέρο, εμπορικός οίκος; VERB: ανησυχώ, αφορώ, νοιάζομαι, ενδιαφέρω; USER: ανησυχίες, ανησυχιών, τις ανησυχίες, προβληματισμούς, αφορά

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
conduct /kənˈdʌkt/ = NOUN: συμπεριφορά, διεξαγωγή, διαγωγή, οδηγία; VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: συμπεριφορά, διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διεξάγουν

GT GD C H L M O
conducted /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξάγεται, διεξάγονται, πραγματοποιούνται, πραγματοποιήθηκε, διεξαχθεί

GT GD C H L M O
conducting /kənˈdʌkt/ = VERB: διευθύνω, διεξάγω, καθοδηγώ, άγω, οδηγώ, φέρω; USER: διεξαγωγή, τη διεξαγωγή, διεξάγει, διενέργεια, τη διενέργεια

GT GD C H L M O
confidence /ˈkɒn.fɪ.dəns/ = NOUN: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εχεμύθεια, εκμυστήρευση; USER: εμπιστοσύνη, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη

GT GD C H L M O
confidential /ˌkɒn.fɪˈden.ʃəl/ = ADJECTIVE: εμπιστευτικός, απόρρητος; USER: εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική

GT GD C H L M O
confidentiality /ˌkɒn.fɪ.den.ʃiˈæl.ɪ.ti/ = USER: εμπιστευτικότητα, απόρρητο, εμπιστευτικότητας, απορρήτου, την εμπιστευτικότητα

GT GD C H L M O
conflict /ˈkɒn.flɪkt/ = VERB: επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω, χρίω

GT GD C H L M O
conflicts /ˈkɒn.flɪkt/ = NOUN: σύγκρουση, αντίθεση, διαμάχη, πάλη, αντίκρουση; VERB: συγκρούομαι, αντιμάχομαι; USER: συγκρούσεις, συγκρούσεων, οι συγκρούσεις, των συγκρούσεων, διενέξεις

GT GD C H L M O
confronted /kənˈfrʌnt/ = VERB: αντιμετωπίζω, αντικρίζω, φέρω αντιμέτωπους; USER: αντιμετωπίζουν, αντιμέτωπος, αντιμέτωποι, αντιμέτωπη, αντιμετωπίζει

GT GD C H L M O
connected /kəˈnek.tɪd/ = ADJECTIVE: συνδεδεμένος; USER: συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί

GT GD C H L M O
consideration /kənˌsɪd.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: μελέτη, θεώρηση, αμοιβή, παράγοντας, λόγος, σεβασμός, υπόληψη, λεπτότητα; USER: θεώρηση, μελέτη, υπόψη, εξέταση, προσοχή

GT GD C H L M O
constant /ˈkɒn.stənt/ = ADJECTIVE: συνεχής, σταθερός, διαρκής, αδιάκοπος, πιστός; USER: συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, συνεχή, συνεχή

GT GD C H L M O
constitute /ˈkɒn.stɪ.tjuːt/ = VERB: αποτελώ, διορίζω, συγκροτώ, συνιστώ, απαρτίζω, εκλέγω; USER: συνιστούν, αποτελούν, συνιστά, αποτελεί, αποτελέσει

GT GD C H L M O
consultants /kənˈsʌl.tənt/ = NOUN: σύμβουλος, εμπειρογνώμονας; USER: σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, μελετών

GT GD C H L M O
consumers /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτές, τους καταναλωτές, καταναλωτών, οι καταναλωτές, των καταναλωτών

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
contacts /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: Επαφές, επαφών, τις επαφές, Επικοινωνία με, επικοινωνίας

GT GD C H L M O
contents /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενα; USER: περιεχόμενα, περιεχόμενο, περιεχομένου, περιεχομένων, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
context /ˈkɒn.tekst/ = NOUN: συμφραζόμενα, γενικό πλαίσιο, συναφής έκφραση; USER: συμφραζόμενα, πλαίσιο, πλαίσια, πλαίσιο αυτό, πλαισίου

GT GD C H L M O
contract /ˈkɒn.trækt/ = NOUN: σύμβαση, συμβόλαιο, συμφωνητικό; VERB: αναλαμβάνω, συστέλλομαι, συνάπτω, συστέλλω, ζαρώνω, στενεύω, συμβάλλομαι, συναιρούμαι, παίρνω, κολλώ, κάνω συμβόλαι; USER: σύμβαση, συμβόλαιο, σύμβασης, συμβάσεως, της σύμβασης

GT GD C H L M O
contracting /kənˈtrækt/ = ADJECTIVE: συμβαλλόμενος; USER: αναθέτουσες, αναθέτουσα, οι αναθέτουσες, αναθέτουσας, συμβαλλόμενα

GT GD C H L M O
contrary /ˈkɒn.trə.ri/ = ADJECTIVE: αντίθετος, ενάντιος, πεισματάρης; ADVERB: εναντία; USER: αντίθετος, αντίθετα, αντίθετη, αντίθετο, αντιθέτως

GT GD C H L M O
contribute /kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ; USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
corruption /kəˈrʌp.ʃən/ = NOUN: διαφθορά, δωροδοκία, φθορά, αλλοίωση, παραφθορά; USER: διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
criteria /krīˈti(ə)rēən/ = NOUN: κριτήριο; USER: κριτήρια, τα κριτήρια, κριτηρίων, κριτήρια που, κριτήρια της

GT GD C H L M O
cultural /ˈkʌl.tʃər.əl/ = ADJECTIVE: πολιτιστικός, εκπολιτιστικός, μορφωτικός; USER: πολιτιστικός, πολιτιστική, πολιτιστικής, πολιτιστικών, πολιτιστικές

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
daily /ˈdeɪ.li/ = ADVERB: καθημερινά; ADJECTIVE: ημερήσιος, καθημερινός; NOUN: καθημερινή εφημερίδα; USER: καθημερινά, καθημερινός, ημερήσιος, καθημερινή, ημερήσια

GT GD C H L M O
damage /ˈdæm.ɪdʒ/ = NOUN: βλάβη, ζημιά, τραυματισμός; VERB: ζημιώ, βλάπτω, ζημιώνω; USER: βλάβη, ζημιά, ζημία, ζημιών, ζημίας

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
dear /dɪər/ = NOUN: αγαπητός, ακριβός; USER: αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, αγαπητό

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
decisions /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: αποφάσεις, αποφάσεων, οι αποφάσεις, τις αποφάσεις, αποφάσεις που

GT GD C H L M O
declaration /ˌdek.ləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη; USER: δήλωση, διασάφηση, διακήρυξη, κήρυξη, δήλωσης

GT GD C H L M O
declare /dɪˈkleər/ = VERB: δηλώνω, δηλώ, ανακηρύσσω, κηρύττω, αναγγέλλω, διακηρύσσω; USER: δηλώνω, δηλώσει, δηλώνουν, κηρύξει, αναγνωρίσει

GT GD C H L M O
deem /diːm/ = VERB: θεωρώ; USER: κρίνουν, θεωρούν, κρίνει, θεωρήσει, θεωρούμε

GT GD C H L M O
defined /diˈfīn/ = VERB: καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω, ερμηνεύω; USER: ορίζεται, καθορίζεται, ορίζονται, που ορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
deliver /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; NOUN: διανομέας, λυτρότητα; USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν

GT GD C H L M O
delivered /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν

GT GD C H L M O
department /dɪˈpɑːt.mənt/ = NOUN: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, υπουργείο, κλάδος, νόμος; USER: τμήμα, υπηρεσία, διαμέρισμα, Τμήματος, Department

GT GD C H L M O
depend /dɪˈpend/ = VERB: εξαρτώμαι; USER: εξαρτηθεί, εξαρτώνται, εξαρτάται, εξαρτηθεί από, εξαρτάται από

GT GD C H L M O
deterioration /dɪˈtɪə.ri.ə.reɪt/ = NOUN: αλλοίωση, χειροτέρευση, μείωση; USER: χειροτέρευση, αλλοίωση, μείωση, επιδείνωση, υποβάθμιση

GT GD C H L M O
develop /dɪˈvel.əp/ = VERB: αναπτύσσω, εμφανίζω; USER: ανάπτυξη, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, την ανάπτυξη, αναπτύξει

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
difficulties /ˈdifikəltē/ = NOUN: δυσκολία; USER: δυσκολίες, δυσκολιών, δυσχέρειες, τις δυσκολίες, δυσκολίες που

GT GD C H L M O
dignity /ˈdɪɡ.nɪ.ti/ = NOUN: αξιοπρέπεια, αξίωμα, τίτλος; USER: αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά

GT GD C H L M O
dilemmas /daɪˈlem.ə/ = NOUN: δίλημμα; USER: διλήμματα, διλημμάτων, τα διλήμματα, διλήμματα που, διλημμάτων που

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
directors /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: σκηνοθέτες, διευθυντές, διευθυντών, συμβουλίου, συμβούλιο

GT GD C H L M O
disability /ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα; USER: αναπηρία, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας

GT GD C H L M O
disclosure /dɪˈskləʊ.ʒər/ = NOUN: αποκάλυψη, παράθεση; USER: αποκάλυψη, γνωστοποίηση, κοινοποίηση, δημοσιοποίηση, κοινολόγηση

GT GD C H L M O
discriminate /disˈkriməˌnāt/ = VERB: ξεχωρίζω, κάνω διάκριση, διακριτικός; USER: διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, διακρίσεις σε, εισάγει διακρίσεις

GT GD C H L M O
disguised /dɪsˈɡaɪzd/ = VERB: μεταμφιέζομαι; USER: μεταμφιεσμένοι, μεταμφιεσμένος, συγκεκαλυμμένο, συγκαλυμμένο, μεταμφιεσμένη

GT GD C H L M O
disparaging /dɪˈspær.ɪ.dʒɪŋ/ = ADJECTIVE: δυσφημιστικός; USER: δυσφημιστικός, υποτιμητικά, υποτιμητική, μειωτικές, δυσφήμιση

GT GD C H L M O
diversity /daɪˈvɜː.sɪ.ti/ = NOUN: ποικιλία; USER: ποικιλία, πολυμορφία, ποικιλομορφία, πολυμορφίας, ποικιλομορφίας

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doubt /daʊt/ = VERB: αμφιβάλλω; NOUN: αμφιβολία; USER: αμφιβάλλω, αμφιβολία, αμφιβάλλουν, αμφιβάλλει, αμφιβολίες

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
duty /ˈdjuː.ti/ = NOUN: δασμός, φόρος, χρέος, βάρδια, καθήκο; USER: δασμός, χρέος, φόρος, δασμού, καθήκον

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
economic /iː.kəˈnɒm.ɪk/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; USER: οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές

GT GD C H L M O
education /ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση; USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
elements /ˈel.ɪ.mənt/ = NOUN: στοιχεία; USER: στοιχεία, στοιχείων, τα στοιχεία, στοιχεία που

GT GD C H L M O
embody /ɪmˈbɒd.i/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώνω; USER: ενσαρκώνουν, ενσωματώνουν, ενσαρκώσει, ενσαρκώνει, ενσωματώνει

GT GD C H L M O
embrace /ɪmˈbreɪs/ = VERB: αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι; NOUN: εναγκαλισμός, περίπτυξη; USER: αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά

GT GD C H L M O
employed /emˈploi/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι; USER: απασχολούνται, απασχολείται, που απασχολούνται, χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται

GT GD C H L M O
employee /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
employment /ɪmˈplɔɪ.mənt/ = NOUN: εργασία, πρόσληψη; USER: εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, της απασχόλησης

GT GD C H L M O
encourage /ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω; USER: ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ενθάρρυνση, την ενθάρρυνση

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
ends /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τελειώνει, άκρα, καταλήγει, λήγει, ολοκληρώνεται

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
enhancement /ɪnˈhɑːns/ = NOUN: απορρόφηση; USER: ενίσχυση, εξάρτημα, βελτίωση, αύξηση, ενίσχυσης

GT GD C H L M O
enhancing /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύοντας, την ενίσχυση, την ενίσχυση της

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
ensures /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζει, διασφαλίζει, εξασφαλίζει την, διασφαλίζει την, εγγυάται

GT GD C H L M O
ensuring /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: διασφαλίζοντας, εξασφαλίζοντας, εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entered /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε

GT GD C H L M O
entities /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητες, οντοτήτων, φορείς, φορέων, πρόσωπα

GT GD C H L M O
entity /ˈen.tɪ.ti/ = NOUN: οντότητα, ύπαρξη, ουσία; USER: οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
environmental /enˌvīrənˈmen(t)l,-ˌvī(ə)rn-/ = USER: περιβάλλοντος, περιβαλλοντικών, περιβαλλοντικής, περιβαλλοντικές, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
equitable /ˈek.wɪ.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: δίκαιος, έντιμος; USER: δίκαιος, δίκαιη, ισότιμη, δίκαιης, δίκαιο

GT GD C H L M O
etc /ɪt.ˈset.ər.ə/ = ADVERB: και τα λοιπά; USER: κλπ, κλπ., κ.λπ., etc, κτλ, κτλ

GT GD C H L M O
ethical /ˈeθ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ηθικός; USER: ηθικός, ηθικές, ηθική, ηθικά, ηθικής

GT GD C H L M O
ethics /ˈeθ.ɪk/ = NOUN: ηθική, δεοντολογία, ηθικολογία, ηθολογία; USER: δεοντολογία, ηθική, δεοντολογίας, ηθικής, τη δεοντολογία

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
exemplary /ɪɡˈzem.plə.ri/ = ADJECTIVE: υποδειγματικός, παραδειγματικός; USER: υποδειγματικός, παραδειγματικός, υποδειγματική, υποδειγματικό, παραδειγματική

GT GD C H L M O
exists /ɪɡˈzɪst/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι; USER: υπάρχει, υφίσταται, υπάρχουν, ισχύει

GT GD C H L M O
extent /ɪkˈstent/ = NOUN: έκταση, μέγεθος; USER: έκταση, μέγεθος, βαθμό, μέτρο, βαθμό που

GT GD C H L M O
external /ɪkˈstɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; USER: εξωτερικός, εξωτερική, εξωτερικών, εξωτερικές, εξωτερικής

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
facilities /fəˈsɪl.ɪ.ti/ = NOUN: εγκαταστάσεις; USER: εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεων, παροχές, διευκολύνσεις, τις εγκαταστάσεις

GT GD C H L M O
fashion /ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης; VERB: πλατώ; USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα

GT GD C H L M O
favouritism /ˈfeɪ.vər.ɪ.tɪ.zəm/ = NOUN: προσωποληψία, ρουσφετολογία; USER: ρουσφετολογία, προσωποληψία, ευνοιοκρατία, ευνοιοκρατίας, χαριστική

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
finance /ˈfaɪ.næns/ = NOUN: οικονομικά, οικονομολογία; VERB: χρηματοδοτώ; USER: χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, χρηματοδοτούν, χρηματοδοτήσουν, χρηματοδοτήσει

GT GD C H L M O
financial /faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός; NOUN: γενική λογιστική; USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
focus /ˈfəʊ.kəs/ = NOUN: εστία; VERB: συγκεντρώ, ρυθμίζω, συγκεντρώνω; USER: εστίαση, επικεντρωθούν, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, εστιάζονται

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forefront /ˈfɔː.frʌnt/ = NOUN: πρώτη γραμμή, έμπροσθεν μέρος; USER: πρώτη γραμμή, πρωτοπορία, προσκήνιο, γραμμή, επίκεντρο

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
foster /ˈfɒs.tər/ = NOUN: θετός; VERB: ανατρέφω, περιθάλπτω; USER: ενίσχυση, προωθήσει, προωθήσουν, προώθηση, την προώθηση

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
framework /ˈfreɪm.wɜːk/ = NOUN: rámec; USER: πλαίσιο, πλαισίου, πλαίσια, πλαίσιο που, πλαίσιο που

GT GD C H L M O
french /frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα; ADJECTIVE: γαλλικός; USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fundamental /ˌfəndəˈmentl/ = ADJECTIVE: θεμελιώδης, βασικός; USER: θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών

GT GD C H L M O
gender /ˈdʒen.dər/ = NOUN: γένος, γένος γραμματικής; USER: γένος, φύλο, φύλων, των φύλων, φύλο είναι

GT GD C H L M O
gift /ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα; USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
given /ˈɡɪv.ən/ = ADJECTIVE: δεδομένος; USER: δεδομένου, δίνεται, δεδομένη, δοθεί, που, που

GT GD C H L M O
gives /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: δίνει, δίδει, παρέχει, εκδίδει, σας δίνει

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
govern /ˈɡʌv.ən/ = VERB: κυβερνώ, συγκρατώ; USER: διέπουν, διέπει, κυβερνούν, διέπουν τις, διέπουν την

GT GD C H L M O
governing /ˈɡʌv.ən.ɪŋ/ = NOUN: διακυβέρνηση; USER: διέπουν, που διέπουν, διέπει, διέπουν την, διέπουν τις

GT GD C H L M O
grant /ɡrɑːnt/ = NOUN: χορήγηση, παραχώρηση, δωρεά; VERB: δίνω, παρέχω, παραχωρώ, χαρίζω; USER: χορηγεί, χορηγήσουν, χορηγούν, χορήγηση, χορηγήσει

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
grounds /ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια; VERB: γειώνω, βασίζω; USER: λόγους, λόγων, λόγοι, λόγους που, λόγω

GT GD C H L M O
group /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που

GT GD C H L M O
growth /ɡrəʊθ/ = NOUN: ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση, όγκος; USER: ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, αύξησης, την ανάπτυξη

GT GD C H L M O
guardians /ˈɡɑː.di.ən/ = NOUN: κηδεμόνας, φύλακας, φύλαξ, κηδεμών; USER: κηδεμόνες, φύλακες, κηδεμόνων, θεματοφύλακες, των κηδεμόνων

GT GD C H L M O
guide /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω; USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση

GT GD C H L M O
handle /ˈhæn.dəl/ = NOUN: λαβή, χερούλι, μανίκι; VERB: χειρίζομαι; USER: λαβή, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, να χειριστεί

GT GD C H L M O
harmful /ˈhɑːm.fəl/ = ADJECTIVE: επιβλαβής, βλαβερός; USER: επιβλαβής, επιβλαβείς, επιβλαβών, επιβλαβή, βλαβερές

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
hazard /ˈhæz.əd/ = NOUN: κίνδυνος, κύνδινος; VERB: διακινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, επικινδυνότητας, κινδύνων

GT GD C H L M O
health /helθ/ = NOUN: υγεία; ADJECTIVE: υγειονομικός; USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
honest /ˈɒn.ɪst/ = ADJECTIVE: τίμιος, έντιμος, αδιάβλητος; USER: τίμιος, έντιμος, ειλικρινής, ειλικρινείς, είμαι ειλικρινής

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
image /ˈɪm.ɪdʒ/ = NOUN: εικών, ομοίωμα; VERB: εικονίζω, φαντάζομαι; USER: image, εικόνα, εικόνας, την εικόνα, εικόνα από

GT GD C H L M O
impact /imˈpakt/ = NOUN: σύγκρουση; VERB: προσκρούω, εμπήγω; USER: επιπτώσεις, επίπτωση, αντίκτυπος, επιπτώσεων, αντίκτυπο

GT GD C H L M O
implement /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόσει, εφαρμόζουν

GT GD C H L M O
implementation /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εκτέλεση; USER: εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
implemented /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμοστεί, εφαρμόζονται, υλοποιηθεί, εφαρμοστούν, εφαρμογή

GT GD C H L M O
implementing /ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα; USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση

GT GD C H L M O
implements /ˈɪm.plɪ.ment/ = NOUN: εργαλείο, σκεύος; USER: υλοποιεί, εφαρμόζει, εφαρμογή, θέτει σε εφαρμογή, εκτελεί

GT GD C H L M O
importance /ɪmˈpɔː.təns/ = NOUN: σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: σπουδαιότητα, σημασία, σημασίας, σημαντικό, σημασία που, σημασία που

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
incomplete /ˌɪn.kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ατελής, ελειπής; USER: ατελής, μη πλήρης, μη, ελλιπή, ελλιπείς

GT GD C H L M O
incorporate /-ˈkôrp(ə)rit/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώ, συνενώ, συνενούμαι; USER: ενσωματώσει, ενσωματώνουν, ενσωματώσουν, ενσωματώνει, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
incorporated /inˈkôrpəˌrātid/ = ADJECTIVE: συσσωματωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματώνεται, ενσωματώνονται, ενσωματώθηκαν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
incur /ɪnˈkɜːr/ = VERB: υφίσταμαι, επισύρω, διατρέχω, υφίσταμαι ζημιά; USER: επιβαρύνονται, επιβαρύνονται με, συνεπάγεται, αναλαμβάνει, υποστεί

GT GD C H L M O
indirectly /ˌɪn.daɪˈrekt/ = USER: έμμεσα, εμμέσως, έμμεση, έμμεσο

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
industrial /ɪnˈdʌs.tri.əl/ = ADJECTIVE: βιομηχανικός; USER: βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικής, βιομηχανικών, βιομηχανικές

GT GD C H L M O
inform /ɪnˈfɔːm/ = VERB: πληροφορώ, ενημερώνω, ειδοποιώ; USER: ενημερώνουν, ενημερώνει, ενημερώσουν, πληροφορεί, ενημερώσει

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiating /ɪˈnɪʃ.i.eɪt/ = ADJECTIVE: μυϊτικός; USER: την έναρξη, κίνηση, έναρξη, την έναρξη της, την κίνηση

GT GD C H L M O
insider /ɪnˈsaɪ.dər/ = NOUN: γνώστης, ευρισκόμενος μέσα; USER: εμπιστευτικές, insider, εμπιστευτικών, εμπιστευτικών πληροφοριών, εμπιστευτικές πληροφορίες

GT GD C H L M O
insofar = USER: στο βαθμό, στο μέτρο, στο βαθμό που, μέτρο, εφόσον,

GT GD C H L M O
inspection /ɪnˈspek.ʃən/ = NOUN: επιθεώρηση; USER: επιθεώρηση, επιθεώρησης, ελέγχου, έλεγχο, την επιθεώρηση

GT GD C H L M O
inspires /ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω; USER: εμπνέει, να εμπνέει, εμπνέει τους, εμπνέει την, διαπνέει

GT GD C H L M O
instance /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν

GT GD C H L M O
instil /ɪnˈstɪl/ = VERB: ενσταλάζω; USER: ενσταλάζω, ενσταλάζουν, ενσταλάξει, εμπνευστή, ενσταλάζουν το

GT GD C H L M O
institutional /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən.əl/ = USER: θεσμικού, θεσμικών, θεσμικές, θεσμική, θεσμικό

GT GD C H L M O
institutions /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən/ = NOUN: ίδρυμα, θεσμός, σύσταση, κατάστημα; USER: ιδρύματα, θεσμικών οργάνων, ιδρυμάτων, όργανα, θεσμών

GT GD C H L M O
intangible /inˈtanjəbəl/ = ADJECTIVE: άϋλος, αδιόρατος, άθικτος, αόριστος, άπιαστος, απροσδιόριστος, μη ψηλαφητός; USER: άυλων, άυλα, άϋλων, άυλες, άυλο

GT GD C H L M O
integrity /ɪnˈteɡ.rə.ti/ = NOUN: ακεραιότητα, ακεραιότης; USER: ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα

GT GD C H L M O
intellectual /ˌintlˈekCHo͞oəl/ = ADJECTIVE: διανοούμενος, διανοητικός, νοερός; USER: πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, διανοητική, την πνευματική

GT GD C H L M O
intended /ɪnˈten.dɪd/ = VERB: σκοπεύω, προτίθεμαι; USER: προορίζονται, προορίζεται, που προορίζονται, που προορίζεται, αποσκοπεί

GT GD C H L M O
interest /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος

GT GD C H L M O
interests /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: συμφέροντα, συμφερόντων, τα συμφέροντα, συμφέροντά, συμφέρον

GT GD C H L M O
intermediaries /ˌintərˈmēdēˌerē/ = USER: μεσάζοντες, διαμεσολαβητές, ενδιάμεσοι, ενδιάμεσους, μεσαζόντων

GT GD C H L M O
intermediary /ˌintərˈmēdēˌerē/ = NOUN: μεσολαβητής; ADJECTIVE: μεσαίος; USER: μεσολαβητής, ενδιάμεσο, ενδιάμεσος, διαμεσολαβητή, ενδιάμεσων

GT GD C H L M O
internal /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: εσωτερικός, εσωτερική, εσωτερικής, εσωτερικών, εσωτερικό

GT GD C H L M O
internally /ɪnˈtɜː.nəl/ = ADVERB: εσωτερικώς; USER: εσωτερικώς, εσωτερικά, εσωτερικό, στο εσωτερικό, εσωτερικό της

GT GD C H L M O
intervention /ˌɪn.təˈviːn/ = NOUN: παρέμβαση, μεσολάβηση; USER: παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
introduction /ˌɪn.trəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: εισαγωγή, σύσταση, προλεγόμενα; USER: εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή

GT GD C H L M O
investments /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επενδύσεις, επενδύσεων, τις επενδύσεις, οι επενδύσεις, των επενδύσεων

GT GD C H L M O
investors /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών

GT GD C H L M O
invitation /ˌɪn.vɪˈteɪ.ʃən/ = NOUN: πρόσκληση, κάλεσμα, προσκάλεσμα; USER: πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, πρόσκληση υποβολής

GT GD C H L M O
invoke /ɪnˈvəʊk/ = VERB: επικαλούμαι; USER: επικαλούνται, επικαλεστεί, επικαλεσθεί, να επικαλεστεί, επικαλεστούν

GT GD C H L M O
involve /ɪnˈvɒlv/ = VERB: εμπλέκω, συνεπάγομαι, περιλαμβάνω; USER: συνεπάγονται, περιλαμβάνει, συνεπάγεται, συμμετοχή, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
involved /ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος; USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει

GT GD C H L M O
irrespective /ˌiriˈspektiv/ = ADJECTIVE: ανεξάρτητος, άσχετος; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
judgement /ˈdʒʌdʒ.mənt/ = NOUN: κρίση, δικαστική απόφαση, εκδίκαση, θεία δίκη, απόφαση δικαστική; USER: κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης

GT GD C H L M O
justified /ˈdʒʌs.tɪ.faɪd/ = VERB: δικαιολογώ, δικαιώνω, ισάζω; USER: αιτιολογημένες, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, δικαιολογημένο

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
laid /leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
laws /lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής; USER: νόμων, νομοθεσιών, νόμοι, νόμους, νομοθετικές

GT GD C H L M O
learned /ˈlɜː.nɪd/ = ADJECTIVE: πολυμαθής, μάθητος; USER: αντλήθηκαν, μάθει, έμαθε, έμαθαν, έμαθα, έμαθα

GT GD C H L M O
legal /ˈliː.ɡəl/ = ADJECTIVE: νομικός, νόμιμος; USER: νόμιμος, νομικός, νομική, νομικό, νομικές

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
liability /ˌlīəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, παθητικό, υπόκυψη; USER: ευθύνη, ευθύνης, υποχρέωση, υποχρέωσης, παθητικού

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
loyal /ˈlɔɪ.əl/ = ADJECTIVE: πιστός, νομοταγής; USER: πιστός, πιστοί, πιστούς, πιστή, πιστό

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
madam /ˈmæd.əm/ = NOUN: κυρία; USER: κυρία, μαντάμ, Κυρία Πρόεδρε, κυρία μου, madam

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
maintain /meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί

GT GD C H L M O
maintained /mānˈtān/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι; USER: διατηρηθεί, διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατήρησε

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
managers /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διαχειριστές, διευθυντικά στελέχη, διευθυντές, οι διαχειριστές, στελέχη

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
measures /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; USER: μέτρα, μέτρων, τα μέτρα, μέτρα που, μέτρα για

GT GD C H L M O
media /ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης; USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media

GT GD C H L M O
meeting /ˈmiː.tɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, συνάντηση, συνέλευση, διάσκεψη, ημερίδα; USER: συνάντηση, συνεδρίαση, συνεδρίασης, σύσκεψη, συνεδρίασή, συνεδρίασή

GT GD C H L M O
member /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών

GT GD C H L M O
members /ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος; USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του

GT GD C H L M O
misappropriation = NOUN: υπεξαίρεση, κατάχρηση; USER: υπεξαίρεση, κατάχρηση, υπεξαίρεσης, κατάχρησης, ιδιοποίηση,

GT GD C H L M O
mobility /məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία; USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των

GT GD C H L M O
moral /ˈmɒr.əl/ = ADJECTIVE: ηθικός; NOUN: ηθικό δίδαγμα; USER: ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής

GT GD C H L M O
moreover /môrˈōvər/ = ADVERB: εξάλλου, επί πλέον, εκτός τούτου; USER: εξάλλου, επί πλέον, Επιπλέον, άλλωστε

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
nations /ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος; USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
naturally /ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά; USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
negative /ˈneɡ.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: αρνητικός; NOUN: άρνηση, πλάκα φωτογραφική; VERB: αρνούμαι, αναιρώ; USER: αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά

GT GD C H L M O
negotiators /nɪˈɡəʊ.ʃi.eɪ.tər/ = NOUN: διαπραγματευτής, μεσολαβητής; USER: διαπραγματευτές, οι διαπραγματευτές, διαπραγματευτών, διαπραγματευτές της, διαπραγματεύσεις

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
noncommercial = USER: μη εμπορική, όχι εμπορική, μη εμπορικής,

GT GD C H L M O
nor /nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ; USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
objective /əbˈdʒek.tɪv/ = NOUN: σκοπός, αντικείμενο; ADJECTIVE: αντικειμενικός, αμερόληπτος; USER: σκοπός, αντικειμενικός, αντικείμενο, στόχος, στόχο

GT GD C H L M O
obtain /əbˈteɪn/ = VERB: αποκτώ, βρίσκω, επικρατώ, προμηθεύομαι, εξασφαλίζω; USER: αποκτήσει, αποκτήσουν, απόκτηση, λάβει, αποκτήσετε

GT GD C H L M O
occasional /əˈkeɪ.ʒən.əl/ = ADJECTIVE: τυχαίος, περιστατικός; USER: περιστασιακή, περιστασιακές, περιστασιακά, περιστασιακό, έκτακτες

GT GD C H L M O
occupational /ˌɒk.jəˈpeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: επαγγελματικός; USER: επαγγελματικής, επαγγελματικές, επαγγελματικά, επαγγελματική, επαγγελματικών

GT GD C H L M O
october /ɒkˈtəʊ.bər/ = NOUN: Οκτώβριος; USER: Οκτώβριος, Οκτ., Οκτώβρης, Οκτώβριο, Οκτ

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
officers /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: υπάλληλοι, αξιωματικών, υπαλλήλους, αξιωματικοί, αξιωματικούς

GT GD C H L M O
officials /əˈfɪʃ.əl/ = NOUN: επίσημος ανώτερος υπάλληλος; USER: υπάλληλοι, υπαλλήλων, υπαλλήλους, αξιωματούχοι, αξιωματούχους

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
operates /ˈɒp.ər.eɪt/ = VERB: λειτουργώ, χειρίζομαι, εργάζομαι, ενεργώ, κάνω εγχείρηση; USER: λειτουργεί, δραστηριοποιείται, εκμεταλλεύεται, λειτουργία, λειτουργίας

GT GD C H L M O
opinion /əˈpɪn.jən/ = NOUN: γνώμη, γνωμάτευση; USER: γνώμη, γνωμοδότησης, γνωμοδότηση, τη γνώμη, γνώμης

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
origin /ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο; USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
paid /peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός; USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
parties /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: μέρη, κόμματα, μερών, συμβαλλόμενα μέρη, τα μέρη

GT GD C H L M O
partners /ˈpɑːt.nər/ = NOUN: εταίρος, σύντροφος, συνέταιρος, παρτενέρ, συμμέτοχος, ντάμα, ομόρρυθμος εταίρος, καβαλιέρος, συγχορευτής; USER: εταίρων, εταίρους, συνεργάτες, εταίροι, τους εταίρους

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
payment /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμή, πληρωμής, πληρωμών, καταβολή, καταβολής

GT GD C H L M O
payments /ˈpeɪ.mənt/ = NOUN: πληρωμή, απόσβεση; USER: πληρωμές, πληρωμών, οι πληρωμές, τις πληρωμές, των πληρωμών

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
permanent /ˈpɜː.mə.nənt/ = ADJECTIVE: μόνιμος, διαρκής, σταθερός; NOUN: περμανάντ; USER: μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personal /ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός; USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά

GT GD C H L M O
persons /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπα, άτομα, προσώπων, τα πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
pertaining /pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω; USER: που αφορούν, αφορούν, σχετικά, που σχετίζονται, σχετίζονται

GT GD C H L M O
pertains /pɜːˈteɪn/ = VERB: αναφέρομαι, ανήκω, προσήκω; USER: αφορά, αναφέρεται, σχετίζεται, αναφέρεται η, ανήκει η

GT GD C H L M O
placed /pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε

GT GD C H L M O
places /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέσεις, χώρους, μέρη, σημεία, τόπους

GT GD C H L M O
plans /plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
political /pəˈlɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πολιτικός, πολιτειακός; USER: πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικές

GT GD C H L M O
positive /ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός; USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές

GT GD C H L M O
possession /pəˈzeʃ.ən/ = NOUN: κατοχή, κτήση, αγαθό; USER: κατοχή, κατοχής, διαθέτει, διάθεσή, διαθέτουν

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
practice /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτική, πράξη, εξάσκηση, πρακτικής, πρακτικών

GT GD C H L M O
practices /ˈpræk.tɪs/ = NOUN: πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, συνήθεια, χρήση, πείρα, έθιμο, πελατεία, μάθηση; VERB: εξασκώ, ασκούμαι, εφαρμόζω; USER: πρακτικές, πρακτικών, τις πρακτικές, των πρακτικών, πρακτικές που

GT GD C H L M O
preamble /ˈpriː.æm.bl̩/ = NOUN: προοίμιο, εισαγωγή, πρόλογος, αιτιολογική έκθεση; USER: προοίμιο, εισαγωγή, σκέψη, προοιμίου, σκέψεις

GT GD C H L M O
preference /ˈpref.ər.əns/ = NOUN: προτίμηση; USER: προτίμηση, προτίμησης, προτίμησή, προτιμήσεις, προνομιούχων

GT GD C H L M O
preservation /ˌprez.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, διαφύλαξη; USER: συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρηση, διατήρησης, τη διατήρηση

GT GD C H L M O
preserve /prɪˈzɜːv/ = VERB: διατηρώ, διαφυλάττω, προστατεύω; USER: διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρηθεί, τη διατήρηση, διατηρήσει

GT GD C H L M O
prevention /prɪˈven.ʃən/ = NOUN: πρόληψη, παρεμπόδιση; USER: πρόληψη, πρόληψης, την πρόληψη, πρόληψη των, της πρόληψης

GT GD C H L M O
primary /ˈpraɪ.mə.ri/ = ADJECTIVE: πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, αρχικός, στοιχειώδης; USER: πρωταρχικός, βασικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωτοβάθμιας

GT GD C H L M O
principle /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της

GT GD C H L M O
principles /ˈprɪn.sɪ.pl̩/ = NOUN: αρχή, αξίωμα, στοιχείο; USER: αρχές, αρχών, τις αρχές, αρχές της, αρχές που

GT GD C H L M O
prior /praɪər/ = ADVERB: πριν; ADJECTIVE: προγενέστερος, πρότερος; NOUN: ηγούμενος; USER: πριν, πριν από, προηγούμενη, προηγούμενης, προ, προ

GT GD C H L M O
priority /praɪˈɒr.ɪ.ti/ = NOUN: προτεραιότητα, προτεραιότης; USER: προτεραιότητα, προτεραιότητας, κατά προτεραιότητα, προτεραιότητας που

GT GD C H L M O
private /ˈpraɪ.vət/ = ADJECTIVE: ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιαίτερος, μυστικός; NOUN: απλός στρατιώτης; USER: ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών

GT GD C H L M O
procedure /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασία, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
procedures /prəˈsiː.dʒər/ = NOUN: διαδικασία, πορεία, τρόπος ενέργειας, διάβημα; USER: διαδικασίες, διαδικασιών, οι διαδικασίες, τις διαδικασίες, των διαδικασιών

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processes /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διεργασίες, διαδικασίες, διεργασιών, διαδικασιών, μεθόδους

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
professions /prəˈfeʃ.ən/ = NOUN: επάγγελμα, επιστήμη; USER: επαγγέλματα, επαγγελμάτων, τα επαγγέλματα, επαγγέλματα που

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
promote /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν

GT GD C H L M O
promoting /prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω; USER: την προώθηση της, προώθηση της, προωθώντας, προώθηση, την προώθηση

GT GD C H L M O
promotion /prəˈməʊ.ʃən/ = NOUN: προαγωγή, προβολή, προβιβασμός; USER: προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση

GT GD C H L M O
proper /ˈprɒp.ər/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, καθώς πρέπει, αρμόζων, κύριος, ίδιος, κόσμιος; USER: κατάλληλος, σωστή, ορθή, κατάλληλη, κατάλληλο, κατάλληλο

GT GD C H L M O
property /ˈprɒp.ə.ti/ = NOUN: ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, κυριότητα, ιδιότης, κυριότης; USER: ιδιοκτησία, περιουσία, ιδιότητα, κυριότητα, ιδιοκτησίας

GT GD C H L M O
proportional /prəˈpɔː.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: αναλογικά; USER: αναλογικά, ανάλογη, αναλογική, ανάλογο, αναλογικό

GT GD C H L M O
proselytizing /ˈprɒs.əl.ɪ.taɪz/ = VERB: προσηλυτίζω; USER: προσηλυτισμό, προσηλυτισμού, τον προσηλυτισμό, προσηλυτιστική, ο προσηλυτισμός

GT GD C H L M O
prospective /prəˈspek.tɪv/ = ADJECTIVE: υποψήφιος, αναμενόμενος, προορατικός, προσδοκώμενος; USER: υποψήφιος, υποψήφιους, προοπτική, μελλοντικούς, τους υποψήφιους

GT GD C H L M O
prosperity /prɒsˈper.ɪ.ti/ = NOUN: ευημερία, ακμή, ευπορία, ανθηρότητα; USER: ευημερία, ευημερίας, την ευημερία, της ευημερίας, η ευημερία

GT GD C H L M O
protect /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστασία, την προστασία, προστατεύουν, προστατεύσουν, προστατεύσει

GT GD C H L M O
protected /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστασία

GT GD C H L M O
protecting /prəˈtekt/ = VERB: προστατεύω, προφυλάσσω, υποθάλπω; USER: προστασία, προστατεύοντας, προστασίας, την προστασία των, την προστασία

GT GD C H L M O
protection /prəˈtek.ʃən/ = NOUN: προστασία, προάσπιση, περιφρούρηση; USER: προστασία, προστασίας, την προστασία, προστασία των, προστασία του

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provided /prəˈvīd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχεται, παρέχονται, που, προβλέπεται, εφόσον

GT GD C H L M O
provisions /prəˈvɪʒ.ən/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια, τρόφιμα; USER: διατάξεις, διατάξεων, τις διατάξεις, διατάξεις που, διατάξεων που

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
purchasing /ˈpərCHəs/ = ADJECTIVE: αγοραστικός; USER: αγορά, την αγορά, αγοραστικής, αγοράζουν, αγοραστική

GT GD C H L M O
quai = USER: quai, αγγελική, κβαϊ, το Quai, η αγγελική,

GT GD C H L M O
qualities /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ιδιότητες, ποιότητες, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικά, ποιοτήτων

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
questions /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερωτήσεις, ερωτήματα, ερωτήσεων, ερωτημάτων, ζητήματα

GT GD C H L M O
racial /ˈreɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: φυλετικός; USER: φυλετικός, φυλετικής, φυλετική, φυλετικών, φυλετικές

GT GD C H L M O
raising /rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση

GT GD C H L M O
rank /ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός; VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω; ADJECTIVE: χονδροειδής, υπερβολικός; USER: κατατάσσονται, rank, κατατάσσουν, κατατάξουν, ταξινομήσει

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
reasserts /ˌriː.əˈsɜːt/ = VERB: βεβαιώ πάλι; USER: επιβεβαιώνει, τονίζει εκ νέου,

GT GD C H L M O
rebate /ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων; VERB: εκπίπτω, κάνω έκπτωσιν; USER: έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεων, έκπτωση του, έκπτωσης του

GT GD C H L M O
rebates /ˈriː.beɪt/ = NOUN: έκπτωση, επιστροφή χρημάτων; USER: εκπτώσεις, εκπτώσεων, επιστροφές, οι εκπτώσεις, μειώσεις

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
recourse /rɪˈkɔːs/ = NOUN: προσφυγή, καταφυγή, διέξοδος, καταφύγιο; USER: προσφυγή, προσφυγής, προσφύγει, η προσφυγή, χρησιμοποίηση

GT GD C H L M O
recruit /rɪˈkruːt/ = ADJECTIVE: νεοσύλλεκτος; VERB: στρατολογώ; USER: νεοσύλλεκτος, πρόσληψη, προσλαμβάνουν, προσλάβει, την πρόσληψη

GT GD C H L M O
reduce /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μείωση, μείωση των, τη μείωση, να μειώσει, μειώσει

GT GD C H L M O
reference /ˈref.ər.əns/ = NOUN: αναφορά, παραπομπή, μνεία, σχέση, σύσταση, πληροφορία; USER: αναφορά, παραπομπή, μνεία, αναφοράς, αναφοράς που, αναφοράς που

GT GD C H L M O
refers /rɪˈfɜːr/ = VERB: αναφέρομαι, παραπέμπω, αναφέρω, προσφεύγω, αποδίδω; USER: αναφέρεται, παραπέμπει, αναφέρει, αφορά, αναφέρονται

GT GD C H L M O
regarding /rɪˈɡɑː.dɪŋ/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη; VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: σχετικά με, σχετικά, όσον αφορά την, όσον αφορά, για

GT GD C H L M O
regardless /rɪˈɡɑːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος, ασεβής, ανευλαβής; USER: ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ασχέτως, άσχετα

GT GD C H L M O
regular /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός; USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά

GT GD C H L M O
regulations /ˌreɡ.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: κανονισμοί; USER: κανονισμοί, κανονισμούς, κανονισμών, κανονιστικές, κανονιστικών

GT GD C H L M O
relate /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: αφορούν, σχετίζονται, αναφέρονται, σχετίζονται με, αφορά

GT GD C H L M O
relates /rɪˈleɪt/ = VERB: αναφέρω, σχετίζομαι, σχετίζω, αναφέρομαι, διηγούμαι, ιστορώ, συγγενεύω, αντιστορώ; USER: σχετίζεται, αναφέρεται, αφορά, σχετίζεται με, αφορούν

GT GD C H L M O
relations /rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relationships /rɪˈleɪ.ʃən.ʃɪp/ = NOUN: σχέση, συγγένεια; USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων

GT GD C H L M O
relatives /ˈrel.ə.tɪv/ = NOUN: συγγενής; USER: συγγενείς, συγγενών, οι συγγενείς, τους συγγενείς

GT GD C H L M O
religion /rɪˈlɪdʒ.ən/ = NOUN: θρησκεία; USER: θρησκεία, θρησκείας, τη θρησκεία, της θρησκείας, θρησκεύματος

GT GD C H L M O
religious /rɪˈlɪdʒ.əs/ = ADJECTIVE: θρησκευτικός, θρήσκος, φιλόθρησκος, θεοσεβούμενος; USER: θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτική, θρησκευτικών, θρησκευτικής

GT GD C H L M O
remain /rɪˈmeɪn/ = VERB: μένω, διατελώ, απομένω, υπολείπομαι; USER: παραμένουν, εξακολουθούν να, παραμείνει, παραμένει, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
remind /rɪˈmaɪnd/ = VERB: υπενθυμίζω, θυμίζω; USER: υπενθυμίζω, θυμίζω, υπενθυμίσω, υπενθυμίσει, θυμίζουν

GT GD C H L M O
remuneration /rɪˌmjuː.nərˈeɪ.ʃən/ = VERB: ανταμείβω, αποζημιώνω; USER: αμοιβή, αποζημίωση, αμοιβής, αποδοχών, αποδοχές

GT GD C H L M O
replacing /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαθιστώντας, αντικατάσταση, αντικαθιστά, την αντικατάσταση, αντικατάσταση του

GT GD C H L M O
representatives /ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας; USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι

GT GD C H L M O
reputation /ˌrep.jʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: φήμη, υπόληψη; USER: φήμη, υπόληψη, τη φήμη, φήμης, η φήμη, η φήμη

GT GD C H L M O
requests /rɪˈkwest/ = NOUN: αίτηση, αίτημα, ζήτηση, παράκληση; VERB: ζητώ, παρακαλώ; USER: αιτήσεις, αιτήματα, αιτήσεων, ζητά, ζητεί

GT GD C H L M O
require /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
requirements /rɪˈkwaɪə.mənt/ = NOUN: απαίτηση, ανάγκη, αξίωση, χρεία; USER: απαιτήσεις, απαιτήσεων, τις απαιτήσεις, προϋποθέσεις, προδιαγραφές

GT GD C H L M O
resolve /rɪˈzɒlv/ = VERB: αποφασίζω, αναλύω, διαλύομαι, ξεμπερδεύω; USER: επιλύσει, επίλυση, επιλύσουν, την επίλυση, επιλυθούν

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
respect /rɪˈspekt/ = NOUN: σεβασμός, εκτίμηση, σέβας; VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβασμός, αφορά, για, σεβασμό, όσον αφορά

GT GD C H L M O
respected /rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό

GT GD C H L M O
respectful /rɪˈspekt.fəl/ = ADJECTIVE: γεμάτος σεβασμό, δεικνύων σεβασμόν; USER: με σεβασμό, σεβασμό, σέβεται, σεβασμού, σέβονται

GT GD C H L M O
respecting /ˌself.rɪˈspekt/ = PREPOSITION: σχετικά με, εν σχέσει προς, σχετικώς; USER: με σεβασμό, τηρώντας, σεβασμό, σεβασμού, σέβεται

GT GD C H L M O
responsibility /rɪˌspɒn.sɪˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
responsible /rɪˈspɒn.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: υπεύθυνος, υπαίτιος, αξιόπιστος; USER: υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, αρμόδια, υπεύθυνοι

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
rights /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δικαιώματα, τα δικαιώματα, δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων, δικαιώματα των

GT GD C H L M O
rigorous /ˈrɪɡ.ər.əs/ = ADJECTIVE: αυστηρός; USER: αυστηρός, αυστηρή, αυστηρό, αυστηρές, αυστηρής

GT GD C H L M O
rise /raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση; VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι; USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν

GT GD C H L M O
risks /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κινδύνους, κίνδυνοι, κινδύνων, τους κινδύνους, των κινδύνων

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
routes /ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος; VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν; USER: διαδρομές, δρομολόγια, Δρόμοι, γραμμές, διαδρομών

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safeguarding /ˈseɪf.ɡɑːd/ = VERB: προστατεύω; USER: διαφύλαξη, τη διαφύλαξη, διασφάλιση, προστασία, τη διασφάλιση

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
sales /seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός; USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
selected /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέγονται, επιλέγεται, επιλεγμένο, επιλεγεί, επιλεγμένα

GT GD C H L M O
selection /sɪˈlek.ʃən/ = NOUN: επιλογή, εκλογή; USER: επιλογή, επιλογής, ποικιλία, την επιλογή, συλλογή

GT GD C H L M O
sense /sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση; VERB: διαισθάνομαι; USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα

GT GD C H L M O
sensitive /ˈsen.sɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, εύθικτος, αισθητικός; USER: ευαίσθητος, ευαίσθητα, ευαίσθητο, ευαίσθητες, ευαίσθητων

GT GD C H L M O
seriously /ˈsɪə.ri.əs.li/ = ADVERB: σοβαρά, σοβαρώς; USER: σοβαρά, σοβαρή, στα σοβαρά, σοβαρά την, σοβαρότητα

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
services /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που

GT GD C H L M O
sessions /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίες, συνεδριάσεις, συνεδριών, συνόδων, συνόδους

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
sexual /ˈsek.sjʊəl/ = ADJECTIVE: σεξουαλικός, φύλων, γεννητικός; USER: σεξουαλικός, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, σεξουαλικές

GT GD C H L M O
shall /ʃæl/ = USER: shall-, will, would, shall, shall, shall, shall; USER: θα, πρέπει, μέλη, προβαίνει, προβαίνει

GT GD C H L M O
shared /ʃeəd/ = VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινές, κοινά, κοινή

GT GD C H L M O
shareholders /ˈʃeəˌhəʊl.dər/ = NOUN: μέτοχος, μεριδιούχος; USER: μετόχους, μετόχων, μέτοχοι, των μετόχων, τους μετόχους

GT GD C H L M O
shares /ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος; USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται

GT GD C H L M O
sharing /ˈdʒɒb.ʃeər/ = NOUN: μοιρασιά; USER: ανταλλαγή, μοιράζονται, κοινή χρήση, την ανταλλαγή, μοιράζεται

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
similarly /ˈsɪm.ɪ.lə.li/ = ADVERB: ομοίως, παρομοίως; USER: ομοίως, παρομοίως, παρόμοια, παρόμοιο

GT GD C H L M O
sincerity /sɪnˈser.ɪ.ti/ = NOUN: ειλικρίνεια; USER: ειλικρίνεια, την ειλικρίνεια, ειλικρίνειας, ειλικρίνειά, την ειλικρίνειά

GT GD C H L M O
sir /sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης; USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir

GT GD C H L M O
sites /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: sites, τοποθεσίες, θέσεις, περιοχές, τόπων

GT GD C H L M O
situation /ˌsɪt.juˈeɪ.ʃən/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: κατάσταση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση

GT GD C H L M O
situations /sɪt.juˌeɪ.ʃənz ˈveɪ.kənt/ = NOUN: κατάσταση, θέση, τοποθεσία; USER: καταστάσεις, καταστάσεων, περιπτώσεις, τις καταστάσεις, καταστάσεις που

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
societal /səˈsaɪ.ə.təl/ = USER: κοινωνικές, κοινωνίας, κοινωνικών, κοινωνικό, κοινωνική

GT GD C H L M O
specific /spəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειδικός, συγκεκριμένος, ιδιαίτερος; USER: συγκεκριμένος, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες

GT GD C H L M O
sponsorship /ˈspɒn.sər/ = NOUN: αιγίδα, αναδοχή, κουμπαριά, εγγύηση, προστασία; USER: αιγίδα, χορηγία, χορηγίας, χορηγίες, τη χορηγία

GT GD C H L M O
staff /stɑːf/ = NOUN: προσωπικό, επιτελείο, ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής; VERB: επανδρώνω; USER: προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, του προσωπικού, υπαλλήλων

GT GD C H L M O
stages /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδια, τα στάδια, σταδίων, Διαδρομή, φάσεις

GT GD C H L M O
stakeholders /ˈstākˌhōldər/ = USER: ενδιαφερόμενα μέρη, ενδιαφερομένων, ενδιαφερόμενους, ενδιαφερομένους, ενδιαφερόμενοι

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
statutory /ˈstæt.jʊ.tər.i/ = ADJECTIVE: θεσπισμένος, νομοθετημένος; USER: εκ του νόμου, υποχρεωτικό, του νόμου, νόμου, νόμιμο

GT GD C H L M O
stipulated /ˈstɪp.jʊ.leɪt/ = VERB: συμφωνώ, συνομολογώ, βάζω όρο, συμβάλλομαι; USER: ορίζεται, ορίζει, προβλέπεται, προβλέπονται, προβλέπει

GT GD C H L M O
strictly /ˈstrɪkt.li/ = ADVERB: αυστηρά, αυστηρώς; USER: αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά

GT GD C H L M O
stringent /ˈstrɪn.dʒənt/ = ADJECTIVE: αυστηρός, στενόχωρος; USER: αυστηρός, αυστηρές, αυστηρότερες, αυστηρά, αυστηρότερα

GT GD C H L M O
studies /ˈstədē/ = NOUN: σπουδές; USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που

GT GD C H L M O
subcontracting /ˌsəbkənˈtrakt/ = USER: υπεργολαβίας, υπεργολαβία, υπεργολαβίες, με υπεργολαβίες, υπεργολαβίες Τμήμα

GT GD C H L M O
subject /ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος; ADJECTIVE: υποκείμενος; VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω; USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται

GT GD C H L M O
subsequent /ˈsʌb.sɪ.kwənt/ = ADJECTIVE: μεταγενέστερος, ακόλουθος; USER: μεταγενέστερη, μεταγενέστερες, μετέπειτα, επακόλουθη, επόμενες, επόμενες

GT GD C H L M O
subsidiaries /səbˈsɪd.i.ər.i/ = NOUN: θυγατρική, δευτερεύων, εταιρία υπό ξένη κυριότητα; USER: θυγατρικές, θυγατρικές εταιρείες, θυγατρικών, θυγατρικές της, των θυγατρικών

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
summarises /ˈsʌm.ər.aɪz/ = NOUN: περίληψη, σύνοψη; USER: συνοψίζει, συνοψίζονται, συνοπτικά, συνοψίζει τα, συνοψίζει τις

GT GD C H L M O
supplement /ˈsʌp.lɪ.mənt/ = NOUN: συμπλήρωμα, παράρτημα; VERB: συμπληρώνω; USER: συμπλήρωμα, συμπλήρωση, συμπληρώσει, συμπληρώνουν, συμπληρώνει

GT GD C H L M O
supplemented /ˈsʌp.lɪ.ment/ = VERB: συμπληρώνω; USER: συμπληρώνονται, συμπληρώθηκε, συμπληρώνεται, συμπληρωθούν, συμπληρωθεί

GT GD C H L M O
suppliers /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτές; USER: προμηθευτές, προμηθευτών, τους προμηθευτές, οι προμηθευτές, των προμηθευτών

GT GD C H L M O
supplies /səˈplaɪ/ = NOUN: προμήθειες, εφόδια; USER: προμήθειες, εφόδια, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, εφοδιασμού

GT GD C H L M O
supporting /səˈpɔː.tɪŋ/ = VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, στήριξη, την υποστήριξη, υποστηρίζοντας, υποστηρίζει

GT GD C H L M O
suspicion /səˈspɪʃ.ən/ = NOUN: υποψία, υπόνοια; USER: υποψία, υπόνοια, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας

GT GD C H L M O
sustainability /səˈsteɪ.nə.bl̩/ = USER: αειφορία, αειφορίας, βιωσιμότητας, βιωσιμότητα, τη βιωσιμότητα

GT GD C H L M O
sustainable /səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός; USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
tangible /ˈtæn.dʒə.bl̩/ = ADJECTIVE: απτός, αισθητός; USER: απτά, απτή, ενσώματων, ενσώματα, απτό

GT GD C H L M O
technical /ˈtek.nɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τεχνικός; USER: τεχνικός, τεχνική, τεχνικές, τεχνικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
temporary /ˈtem.pər.ər.i/ = ADJECTIVE: προσωρινός; USER: προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές

GT GD C H L M O
tendering /ˈtendər/ = NOUN: υποβολή προτάσεων; USER: διαγωνισμού, διαγωνισμών, προσφορών, υποβολής προσφορών, του διαγωνισμού,

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
theft /θeft/ = NOUN: κλοπή, κλεψιά; USER: κλοπή, κλοπής, την κλοπή, κλοπές, της κλοπής

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
themselves /ðəmˈselvz/ = PRONOUN: εαυτούς; USER: εαυτούς, ίδιοι, τους, οι ίδιοι, ίδιες

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
thus /ðʌs/ = ADVERB: έτσι, ούτως, τοιουτοτροπώς; USER: έτσι, επομένως, συνεπώς, συνέπεια, εκ τούτου

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
trading /ˈtreɪ.dɪŋ/ = NOUN: εμπορία, διακίνηση; USER: εμπορία, συναλλαγών, διαπραγμάτευση, εμπορίας, διαπραγμάτευσης

GT GD C H L M O
trainees /ˌtreɪˈniː/ = USER: εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευόμενους, εκπαιδευομένων, ασκούμενοι, ασκούμενους

GT GD C H L M O
transparent /trænˈspær.ənt/ = ADJECTIVE: διαφανής, ολοφάνερος; USER: διαφανής, διαφανή, διαφανείς, διαφανές, διαφάνεια

GT GD C H L M O
treat /triːt/ = NOUN: κέρασμα, τρατάρισμα; VERB: θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, περιποιούμαι, διαπραγματεύομαι, κερνώ, τρατάρω, φιλεύω; USER: θεραπεία, τη θεραπεία, θεραπεία της, θεραπεία του, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
unauthorised /ˌənˈôTHəˌrīzd/ = ADJECTIVE: ανεξουσιοδότητος; USER: μη εξουσιοδοτημένη, χωρίς άδεια, παράνομη, μη εξουσιοδοτημένης, παράνομης

GT GD C H L M O
uncertainties /ʌnˈsɜː.tən.ti/ = NOUN: αβεβαιότητα, αβεβαιότης; USER: αβεβαιότητες, αβεβαιοτήτων, αβεβαιότητα, αβεβαιότητας, αβεβαιότητες που

GT GD C H L M O
under /ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω; ADVERB: από κάτω; USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο

GT GD C H L M O
underpin /ˌʌn.dəˈpɪn/ = VERB: υποστηρίζω, θεμελιώ; USER: στηρίζουν, υποστήριξη, στήριξη, υποστηρίζουν, στηρίξει

GT GD C H L M O
undertake /ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι; USER: αναλαμβάνουν, δεσμεύονται, αναλάβει, αναλαμβάνει, να αναλάβει

GT GD C H L M O
undertaken /ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι; USER: αναλαμβάνονται, αναληφθεί, αναληφθούν, αναλάβει, ανέλαβε

GT GD C H L M O
undertakes /ˌʌn.dəˈteɪk/ = VERB: αναλαμβάνω, επιχειρώ, καταπιάνομαι; USER: αναλαμβάνει, αναλαμβάνει την υποχρέωση, δεσμεύεται, αναλαμβάνει την, αναλαμβάνει τη δέσμευση

GT GD C H L M O
undertaking /ˌəndərˈtāk/ = NOUN: επιχείρηση, ανάληψη, νεκροπομπός; USER: επιχείρηση, ανάληψη, επιχείρησης, αναλάβει, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
unfavourable /ʌnˈfeɪ.vər.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυσμενής; USER: δυσμενής, δυσμενείς, δυσμενή, δυσμενών, αρνητική

GT GD C H L M O
union /ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία; USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών

GT GD C H L M O
united /jʊˈnaɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: ενωμένος, ενιαίος, ηνωμένος; USER: ενωμένος, ενιαίος, Ηνωμένες, Ηνωμένο, ενωμένη

GT GD C H L M O
unsatisfactory /ˌənˌsatəsˈfakt(ə)rē/ = ADJECTIVE: μη ικανοποιητικός, δυσάρεστος, όχι ικανοποιητικός; USER: μη ικανοποιητικός, ικανοποιητική, μη ικανοποιητική, ικανοποιητικό, μη ικανοποιητικό

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upheld /ʌpˈhəʊld/ = VERB: υπεγειρώ; USER: επικύρωσε, δεκτή, δέχθηκε, δεκτός, δεκτό

GT GD C H L M O
uphold /ʌpˈhəʊld/ = VERB: στηρίζω, υποστηρίζω; USER: διατηρήσει, υποστηρίζουν, υποστηρίξουν, να διατηρήσει, δεχθεί

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
values /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: τιμές, αξίες, αξιών, τιμών, οι τιμές

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
vehicles /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: οχήματα, οχημάτων, τα οχήματα, αυτοκίνητα, οχήματα που

GT GD C H L M O
verified /ˈver.ɪ.faɪ/ = VERB: επαληθεύω, επιβεβαιώ, επικυρώ; USER: επαληθεύεται, επαληθεύονται, επαληθευθεί, επαληθευτεί, επαλήθευσε

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
voluntary /ˈvɒl.ən.tər.i/ = ADJECTIVE: εθελοντικός, εκούσιος, θεληματικός; USER: εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
whatsoever /ˌwɒt.səʊˈev.ər/ = USER: απολύτως, καθόλου, οποιαδήποτε, που βασίζεται

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
whom /huːm/ = PRONOUN: ποιόν; USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wishes /ˌbest ˈwɪʃɪz/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές; VERB: επιθυμώ, εύχομαι; USER: επιθυμίες, ευχές, επιθυμεί, τις επιθυμίες, επιθυμία

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
wording /ˈwɜː.dɪŋ/ = NOUN: διατύπωση; USER: διατύπωση, κείμενο, γράμμα, φράση, διατύπωσης

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
workers /ˈwɜː.kər/ = NOUN: εργάτης; USER: εργαζομένων, των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι, εργαζόμενοι, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
worthy /ˈwɜː.ði/ = ADJECTIVE: άξιος, έξοχος; USER: άξιος, αξίζει, άξια, αντάξια, άξιο

675 words